헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαπιστεύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαπιστεύω διαπιστεύσω

형태분석: δια (접두사) + πιστεύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 가지다, 먹다, 소유하다, 쥐다, 맡기다
  1. to entrust to, in confidence, to have, entrusted to

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαπιστεύω

(나는) 가진다

διαπιστεύεις

(너는) 가진다

διαπιστεύει

(그는) 가진다

쌍수 διαπιστεύετον

(너희 둘은) 가진다

διαπιστεύετον

(그 둘은) 가진다

복수 διαπιστεύομεν

(우리는) 가진다

διαπιστεύετε

(너희는) 가진다

διαπιστεύουσιν*

(그들은) 가진다

접속법단수 διαπιστεύω

(나는) 가지자

διαπιστεύῃς

(너는) 가지자

διαπιστεύῃ

(그는) 가지자

쌍수 διαπιστεύητον

(너희 둘은) 가지자

διαπιστεύητον

(그 둘은) 가지자

복수 διαπιστεύωμεν

(우리는) 가지자

διαπιστεύητε

(너희는) 가지자

διαπιστεύωσιν*

(그들은) 가지자

기원법단수 διαπιστεύοιμι

(나는) 가지기를 (바라다)

διαπιστεύοις

(너는) 가지기를 (바라다)

διαπιστεύοι

(그는) 가지기를 (바라다)

쌍수 διαπιστεύοιτον

(너희 둘은) 가지기를 (바라다)

διαπιστευοίτην

(그 둘은) 가지기를 (바라다)

복수 διαπιστεύοιμεν

(우리는) 가지기를 (바라다)

διαπιστεύοιτε

(너희는) 가지기를 (바라다)

διαπιστεύοιεν

(그들은) 가지기를 (바라다)

명령법단수 διαπίστευε

(너는) 가져라

διαπιστευέτω

(그는) 가져라

쌍수 διαπιστεύετον

(너희 둘은) 가져라

διαπιστευέτων

(그 둘은) 가져라

복수 διαπιστεύετε

(너희는) 가져라

διαπιστευόντων, διαπιστευέτωσαν

(그들은) 가져라

부정사 διαπιστεύειν

가지는 것

분사 남성여성중성
διαπιστευων

διαπιστευοντος

διαπιστευουσα

διαπιστευουσης

διαπιστευον

διαπιστευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαπιστεύομαι

(나는) 가져진다

διαπιστεύει, διαπιστεύῃ

(너는) 가져진다

διαπιστεύεται

(그는) 가져진다

쌍수 διαπιστεύεσθον

(너희 둘은) 가져진다

διαπιστεύεσθον

(그 둘은) 가져진다

복수 διαπιστευόμεθα

(우리는) 가져진다

διαπιστεύεσθε

(너희는) 가져진다

διαπιστεύονται

(그들은) 가져진다

접속법단수 διαπιστεύωμαι

(나는) 가져지자

διαπιστεύῃ

(너는) 가져지자

διαπιστεύηται

(그는) 가져지자

쌍수 διαπιστεύησθον

(너희 둘은) 가져지자

διαπιστεύησθον

(그 둘은) 가져지자

복수 διαπιστευώμεθα

(우리는) 가져지자

διαπιστεύησθε

(너희는) 가져지자

διαπιστεύωνται

(그들은) 가져지자

기원법단수 διαπιστευοίμην

(나는) 가져지기를 (바라다)

διαπιστεύοιο

(너는) 가져지기를 (바라다)

διαπιστεύοιτο

(그는) 가져지기를 (바라다)

쌍수 διαπιστεύοισθον

(너희 둘은) 가져지기를 (바라다)

διαπιστευοίσθην

(그 둘은) 가져지기를 (바라다)

복수 διαπιστευοίμεθα

(우리는) 가져지기를 (바라다)

διαπιστεύοισθε

(너희는) 가져지기를 (바라다)

διαπιστεύοιντο

(그들은) 가져지기를 (바라다)

명령법단수 διαπιστεύου

(너는) 가져져라

διαπιστευέσθω

(그는) 가져져라

쌍수 διαπιστεύεσθον

(너희 둘은) 가져져라

διαπιστευέσθων

(그 둘은) 가져져라

복수 διαπιστεύεσθε

(너희는) 가져져라

διαπιστευέσθων, διαπιστευέσθωσαν

(그들은) 가져져라

부정사 διαπιστεύεσθαι

가져지는 것

분사 남성여성중성
διαπιστευομενος

διαπιστευομενου

διαπιστευομενη

διαπιστευομενης

διαπιστευομενον

διαπιστευομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαπιστεύσω

(나는) 가지겠다

διαπιστεύσεις

(너는) 가지겠다

διαπιστεύσει

(그는) 가지겠다

쌍수 διαπιστεύσετον

(너희 둘은) 가지겠다

διαπιστεύσετον

(그 둘은) 가지겠다

복수 διαπιστεύσομεν

(우리는) 가지겠다

διαπιστεύσετε

(너희는) 가지겠다

διαπιστεύσουσιν*

(그들은) 가지겠다

기원법단수 διαπιστεύσοιμι

(나는) 가지겠기를 (바라다)

διαπιστεύσοις

(너는) 가지겠기를 (바라다)

διαπιστεύσοι

(그는) 가지겠기를 (바라다)

쌍수 διαπιστεύσοιτον

(너희 둘은) 가지겠기를 (바라다)

διαπιστευσοίτην

(그 둘은) 가지겠기를 (바라다)

복수 διαπιστεύσοιμεν

(우리는) 가지겠기를 (바라다)

διαπιστεύσοιτε

(너희는) 가지겠기를 (바라다)

διαπιστεύσοιεν

(그들은) 가지겠기를 (바라다)

부정사 διαπιστεύσειν

가질 것

분사 남성여성중성
διαπιστευσων

διαπιστευσοντος

διαπιστευσουσα

διαπιστευσουσης

διαπιστευσον

διαπιστευσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαπιστεύσομαι

(나는) 가져지겠다

διαπιστεύσει, διαπιστεύσῃ

(너는) 가져지겠다

διαπιστεύσεται

(그는) 가져지겠다

쌍수 διαπιστεύσεσθον

(너희 둘은) 가져지겠다

διαπιστεύσεσθον

(그 둘은) 가져지겠다

복수 διαπιστευσόμεθα

(우리는) 가져지겠다

διαπιστεύσεσθε

(너희는) 가져지겠다

διαπιστεύσονται

(그들은) 가져지겠다

기원법단수 διαπιστευσοίμην

(나는) 가져지겠기를 (바라다)

διαπιστεύσοιο

(너는) 가져지겠기를 (바라다)

διαπιστεύσοιτο

(그는) 가져지겠기를 (바라다)

쌍수 διαπιστεύσοισθον

(너희 둘은) 가져지겠기를 (바라다)

διαπιστευσοίσθην

(그 둘은) 가져지겠기를 (바라다)

복수 διαπιστευσοίμεθα

(우리는) 가져지겠기를 (바라다)

διαπιστεύσοισθε

(너희는) 가져지겠기를 (바라다)

διαπιστεύσοιντο

(그들은) 가져지겠기를 (바라다)

부정사 διαπιστεύσεσθαι

가져질 것

분사 남성여성중성
διαπιστευσομενος

διαπιστευσομενου

διαπιστευσομενη

διαπιστευσομενης

διαπιστευσομενον

διαπιστευσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεπίστευον

(나는) 가지고 있었다

διεπίστευες

(너는) 가지고 있었다

διεπίστευεν*

(그는) 가지고 있었다

쌍수 διεπιστεύετον

(너희 둘은) 가지고 있었다

διεπιστευέτην

(그 둘은) 가지고 있었다

복수 διεπιστεύομεν

(우리는) 가지고 있었다

διεπιστεύετε

(너희는) 가지고 있었다

διεπίστευον

(그들은) 가지고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεπιστευόμην

(나는) 가져지고 있었다

διεπιστεύου

(너는) 가져지고 있었다

διεπιστεύετο

(그는) 가져지고 있었다

쌍수 διεπιστεύεσθον

(너희 둘은) 가져지고 있었다

διεπιστευέσθην

(그 둘은) 가져지고 있었다

복수 διεπιστευόμεθα

(우리는) 가져지고 있었다

διεπιστεύεσθε

(너희는) 가져지고 있었다

διεπιστεύοντο

(그들은) 가져지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • βασιλεὺσ δὲ καθ’ αὑτὸν μὲν ὁμοίωσ ἅπασιν ἄπιστοσ ἦν, τοὺσ δὲ κρατουμένουσ τῷ πολέμῳ προσλαμβάνων, ἄχρι οὗ τοῖσ ἑτέροισ ἐξ ἴσου ποιήσαι, διεπιστεύετο, ἔπειτ’ οὐχ ἧττον αὐτὸν ἐμίσουν οὓσ σώσειε τῶν ὑπαρχόντων ἐχθρῶν ἐξ ἀρχῆσ. (Demosthenes, Speeches, 60:5)

    (데모스테네스, Speeches, 60:5)

유의어

  1. 가지다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION