- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πικρία?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: pikria 고전 발음: [리아] 신약 발음: [리아]

기본형: πικρία

형태분석: πικρι (어간) + α (어미)

어원: πικρός

  1. 쓴맛, 씁쓸함
  1. bitterness

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 πικρία

쓴맛이

πικρία

쓴맛들이

πικρίαι

쓴맛들이

속격 πικρίας

쓴맛의

πικρίαιν

쓴맛들의

πικριῶν

쓴맛들의

여격 πικρίᾳ

쓴맛에게

πικρίαιν

쓴맛들에게

πικρίαις

쓴맛들에게

대격 πικρίαν

쓴맛을

πικρία

쓴맛들을

πικρίας

쓴맛들을

호격 πικρία

쓴맛아

πικρία

쓴맛들아

πικρίαι

쓴맛들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀτὰρ οὖν οὐδὲ ἐγὼ φείσομαι τῷ στόματί μου, λαλήσω ἐν ἀνάγκῃ ὤν, ἀνοίξω πικρίαν ψυχῆς μου συνεχόμενος. (Septuagint, Liber Iob 7:11)

    (70인역 성경, 욥기 7:11)

  • εἰσελθὼν εἰς τὸν οἶκόν μου προσαναπαύσομαι αὐτῇ. οὐ γὰρ ἔχει πικρίαν ἡ συναναστροφή αὐτῆς, οὐδὲ ὀδύνην ἡ συμβίωσις αὐτῆς, ἀλλὰ εὐφροσύνην καὶ χαράν. (Septuagint, Liber Sapientiae 8:16)

    (70인역 성경, 지혜서 8:16)

  • οὐ παιδευθήσεται ὃς οὐκ ἔστι πανοῦργος. ἔστι πανουργία πληθύνουσα πικρίαν. (Septuagint, Liber Sirach 21:12)

    (70인역 성경, Liber Sirach 21:12)

  • εἰ διώξονται ἐν πέτραις ἵπποι; εἰ παρασιωπήσονται ἐν θηλείαις; ὅτι ἐξεστρέψατε εἰς θυμὸν κρίμα καὶ καρπὸν δικαιοσύνης εἰς πικρίαν, (Septuagint, Prophetia Amos 6:13)

    (70인역 성경, 아모스서 6:13)

  • ἐγὼ δὲ ἐφύτευσά σε ἄμπελον καρποφόρον πᾶσαν ἀληθινήν. πῶς ἐστράφης εἰς πικρίαν, ἡ ἄμπελος ἡ ἀλλοτρία; (Septuagint, Liber Ieremiae 2:20)

    (70인역 성경, 예레미야서 2:20)

유의어

  1. 쓴맛

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION