- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πήδημα?

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: pēdēma 고전 발음: [뻬:데:마] 신약 발음: [뻬데마]

기본형: πήδημα πήδηματος

형태분석: πηδηματ (어간)

어원: from πηδάω

  1. 가, 경계, 한계
  1. a leap, bound
  2. a beating or throbbing

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 πήδημα

가가

πηδήματε

가들이

πηδήματα

가들이

속격 πηδήματος

가의

πηδημάτοιν

가들의

πηδημάτων

가들의

여격 πηδήματι

가에게

πηδημάτοιν

가들에게

πηδήμασι(ν)

가들에게

대격 πήδημα

가를

πηδήματε

가들을

πηδήματα

가들을

호격 πήδημα

가야

πηδήματε

가들아

πηδήματα

가들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἡ δὲ πτῆσις οὔτε κατὰ τὰς νυκτερίδας εἰρεσίᾳ συνεχεῖ τῶν πτερῶν οὔτε κατὰ τὰς ἀκρίδας μετὰ πηδήματος οὔτε ὡς οἱ σφῆκες μετὰ ῥοιζήματος, ἀλλ εὐκαμπὴς πρὸς ὅ τι ἂν μέρος ὁρμήσῃ τοῦ ἀέρος: (Lucian, Muscae Encomium, (no name) 2:1)

    (루키아노스, Muscae Encomium, (no name) 2:1)

  • καὶ μίαν ταύτην προαίρεσιν ἐπεποίητο ἐκείνους ἐπισκώπτειν καὶ τὴν Διονυσιακὴν ἐλευθερίαν καταχεῖν αὐτῶν, ἄρτι μὲν ἀεροβατοῦντας δεικνύουσα καὶ νεφέλαις ξυνόντας, ἄρτι δὲ ψυλλῶν πηδήματα διαμετροῦντας, ὡς δῆθεν τὰ ἀέρια λεπτολογουμένους. (Lucian, Prometheus es in verbis 16:1)

    (루키아노스, Prometheus es in verbis 16:1)

  • οὐδὲ γὰρ ἐκεῖνο τὸ Φρύγιον τῆς ὀρχήσεως εἶδος, τὸ παροίνιον καὶ συμποτικόν, μετὰ μέθης γιγνόμενον ἀγροίκων πολλάκις πρὸς αὔλημα γυναικεῖον ὀρχουμένων σφοδρὰ καὶ καματηρὰ ^ πηδήματα, καὶ νῦν ἔτι ταῖς ἀγροικίαις ἐπιπολάζοντα,^ ὑπ ἀγνοίας παρέλιπον, ἀλλ ὅτι μηδὲν ταῦτα τῇ νῦν ὀρχήσει κοινωνεῖ. (Lucian, De saltatione, (no name) 34:4)

    (루키아노스, De saltatione, (no name) 34:4)

  • τὴν μὲν οὖν γε σύντονον κίνησιν τῆς ὀρχηστικῆς καὶ στροφὰς αὐτῆς καὶ περιαγωγὰς καὶ πηδήματα καὶ ὑπτιασμοὺς τοῖς μὲν ἄλλοις τερπνὰ εἶναι συμβέβηκεν ὁρῶσιν, τοῖς δὲ ἐνεργοῦσιν αὐτοῖς ὑγιεινότατα: (Lucian, De saltatione, (no name) 71:3)

    (루키아노스, De saltatione, (no name) 71:3)

  • θὲς ἐς χορόν, ὦ φίλα, ἴχνος, ὡς νεβρὸς οὐράνιον πήδημα κουφίζουσα σὺν ἀγλαΐᾳ. (Euripides, choral, strophe1)

    (에우리피데스, choral, strophe1)

  • Ἀλεξάνδρου δ ἐν Ὀξυδράκαις τὸ δεινὸν ἐκεῖνο πήδημα καὶ ἄπιστον ἀκούουσι καὶ θεωμένοις φοβερόν, ἐκ τειχῶν ἀφέντος ἑαυτὸν εἰς τοὺς πολεμίους δόρασι, καὶ βέλεσι. (Plutarch, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 2, section 12 5:5)

    (플루타르코스, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 2, section 12 5:5)

  • χὠ χιλίαρχος Δαδάκης πληγῇ δορὸς πήδημα κοῦφον ἐκ νεὼς ἀφήλατο: (Aeschylus, Persians, episode9)

    (아이스킬로스, 페르시아인들, episode9)

  • θαλάσσῃ καλούμενον Γλαύκου πήδημα: (Pausanias, Description of Greece, , chapter 22 10:1)

    (파우사니아스, Description of Greece, , chapter 22 10:1)

유의어

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION