Ancient Greek-English Dictionary Language

περίεργος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: περίεργος περίεργον

Structure: περιεργ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: E)/rgw

Sense

  1. careful overmuch
  2. busy about other folk's affairs, meddling, a busybody
  3. done with especial care, elaborate
  4. superfluous
  5. curious, superstitious

Examples

  • ἐγὼ γοῦν οὐκ ἔχω, πῶσ ἐκεῖνα ἐπαινέσω τὰ δοκοῦντα μεγάλα καὶ θαυμαστὰ εἶναί τισιν, ὅσα μηδὲ τὰσ πρώτασ ἀρετὰσ ἔχει καὶ κοινοτάτασ, ἀλλ’ ἐκνενίκηται τῷ περιέργῳ καὶ περιττῷ μήτε ἡδέα εἶναι μήτε ὠφέλιμα· (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 281)
  • Φύλαρχοσ δ’ ἐν τῇ πέμπτῃ καὶ εἰκοστῇ τῶν Ἱστοριῶν εἰπὼν ὅτι παρὰ Συρακοσίοισ νόμοσ ἦν τὰσ γυναῖκασ μὴ κοσμεῖσθαι χρυσῷ μηδ’ ἀνθινὰ φορεῖν μηδ’ ἐσθῆτασ ἔχειν πορφυρᾶσ ἐχούσασ παρυφάσ ἐὰν μή τισ αὐτῶν συγχωρῇ ἑταίρα εἶναι κοινή, καὶ ὅτι ἄλλοσ ἦν νόμοσ τὸν ἄνδρα μὴ καλλωπίζεσθαι μηδ’ ἐσθῆτι περιέργῳ χρῆσθαι καὶ διαλλαττούσῃ, ἐὰν μὴ ὁμολογῇ μοιχεύειν ἢ κίναιδοσ εἶναι, καὶ τὴν ἐλευθέραν μὴ ἐκπορεύεσθαι ἡλίου δεδυκότοσ, ἐὰν μὴ μοιχευθησομένην ἐκωλύετο δὲ καὶ ἡμέρασ ἐξιέναι ἄνευ τῶν γυναικονόμων ἀκολουθούσησ αὐτῇ μιᾶσ θεραπαινίδοσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 201)

Synonyms

  1. superfluous

  2. curious

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION