Ancient Greek-English Dictionary Language

περίεργος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: περίεργος περίεργον

Structure: περιεργ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: E)/rgw

Sense

  1. careful overmuch
  2. busy about other folk's affairs, meddling, a busybody
  3. done with especial care, elaborate
  4. superfluous
  5. curious, superstitious

Examples

  • τῆσ δὲ λέξεωσ ᾗ Θουκυδίδησ κέχρηται τὸ μὲν σημειῶδεσ καὶ περίεργον πέφευγεν, τὸ δὲ στρογγύλον καὶ πυκνὸν καὶ ἐνθυμηματικὸν ἐκμέμακται. (Dionysius of Halicarnassus, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 5 3:1)
  • χρὴ δὲ τοὺσ νοῦν ἔχοντασ περὶ μὲν ὧν ἴσασι μὴ βουλεύεσθαι περίεργον γάρ, ἀλλὰ πράττειν ὡσ ἐγνώκασι, περὶ ὧν δ’ ἂν βουλεύωνται, μὴ νομίζειν εἰδέναι τὸ συμβησόμενον, ἀλλ’ ὡσ δόξῃ μὲν χρωμένουσ, ὅ τι δὲ ἂν τύχῃ γενησόμενον, οὕτω διανοεῖσθαι περὶ αὐτῶν. (Dionysius of Halicarnassus, De Isocrate, chapter 16 2:3)
  • συνέσει μὲν γὰρ καὶ ἀγχινοίᾳ καὶ δριμύτητι πάμπολυ τῶν ἄλλων διέφερεν, καὶ τό τε περίεργον καὶ εὐμαθὲσ καὶ μνημονικὸν καὶ πρὸσ τὰ μαθήματα εὐφυέσ, πάντα ταῦτα εἰσ ὑπερβολὴν ἑκασταχοῦ ὑπῆρχεν αὐτῷ. (Lucian, Alexander, (no name) 4:2)
  • "οἱ δὲ οὐδὲν ἀνιᾶσι διασπαράττοντέσ με τῷ λόγῳ καὶ πάντα τρόπον ὑβρίζοντεσ, ὥστε νὴ τὴν Νύκτα πολλάκισ ἐβουλευσάμην μετοικῆσαι ὅτι πορρωτάτω, ἵν’ αὐτῶν τὴν περίεργον ἂν γλῶτταν διέφυγον. (Lucian, Icaromenippus, (no name) 20:12)
  • καὶ τὰ ἄλλα δὲ οὕτωσ ἀπέσκωπτον, ἢ τῶν δακτυλίων τὸ πλῆθοσ ἢ τῆσ κόμησ τὸ περίεργον ἢ τῆσ διαίτησ τὸ ἀκόλαστον· (Lucian, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 13:9)

Synonyms

  1. superfluous

  2. curious

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION