Ancient Greek-English Dictionary Language

περίεργος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: περίεργος περίεργον

Structure: περιεργ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: E)/rgw

Sense

  1. careful overmuch
  2. busy about other folk's affairs, meddling, a busybody
  3. done with especial care, elaborate
  4. superfluous
  5. curious, superstitious

Examples

  • ἀνὴρ νομίζει σέβεσθαι τῇ γαμετῇ καὶ γιγνώσκειν μόνουσ προσήκει, περιέργοισ δὲ θρησκείαισ καὶ ξέναισ δεισιδαιμονίαισ ἀποκεκλεῖσθαι τὴν αὔλειον, οὐδενὶ γὰρ θεῶν ἱερὰ κλεπτόμενα καὶ λανθάνοντα δρᾶται κεχαρισμένωσ ὑπὸ γυναικόσ. (Plutarch, Conjugalia Praecepta, chapter, section 19 1:1)
  • Πλάτων δέ, ὃσ ἐπαγγέλλεται σοφίαν, τρυφεροῖσ καλλωπίζει καὶ περιέργοισ σχήμασι τὴν φράσιν. (Dionysius of Halicarnassus, De Demosthene, chapter 26 1:6)
  • ἃ δέ γε Αἰσχίνησ περὶ αὐτοῦ γράφει συκοφαντῶν, ὥσπερ ἔφην, τοτὲ μὲν ὡσ πικροῖσ καὶ περιέργοισ ὀνόμασι χρωμένου, τοτὲ δ’ ὡσ ἀηδέσι καὶ φορτικοῖσ, ῥᾳδίασ ἔχει τὰσ ἀπολογίασ. (Dionysius of Halicarnassus, De Demosthene, chapter 551)

Synonyms

  1. superfluous

  2. curious

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION