Ancient Greek-English Dictionary Language

περίεργος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: περίεργος περίεργον

Structure: περιεργ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: E)/rgw

Sense

  1. careful overmuch
  2. busy about other folk's affairs, meddling, a busybody
  3. done with especial care, elaborate
  4. superfluous
  5. curious, superstitious

Examples

  • αἱ δ’ ἄλλαι περίεργοι ἔμοιγ’ εἰσὶν διὰ παντὸσ σκευασίαι γλοιῶν καταχύσματα καὶ κατάτυρα καὶ κατέλαια λίαν, ὥσπερ γαλεοψοποιούντων. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 61 1:2)
  • οἱ πλείουσ δὴ τῶν πρὸσ τὸν οἰκεῖον βίον ἱκανῶν περίεργοι καὶ ἐμπόδιοι πρὸσ τὸ καλῶσ ζῆν· (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 9 126:1)
  • "καὶ γὰρ αἱ γυναῖκεσ φυκούμεναι καὶ μυριζόμεναι καὶ χρυσὸν φοροῦσαι καὶ πορφύραν περίεργοι δοκοῦσι· (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 6, 5:13)
  • ‐ ἀλλὰ ᾅσματα γυναικῶν καὶ κρούματα ὀρχηστῶν καὶ παροινίασ τερετισμάτων ὥσπερ κακοὶ καὶ περίεργοι μάγειροι συντρίψαντεσ ἰδιώτασ καὶ λίχνουσ ἀκροατὰσ κινοῦσιν. (Dio, Chrysostom, Orationes, 82:1)
  • τίσ, καθ’ ἣν περίεργοι καὶ πευθῆνεσ ἢ πάλιν ἀκίνητοι ὑπὸ λόγου; (Epictetus, Works, book 2, 10:1)

Synonyms

  1. superfluous

  2. curious

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION