헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πελιδνός

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πελιδνός

형태분석: πελιδν (어간) + ος (어미)

어원: = pelio/s

  1. 푸른, 파란, 혈색이 나쁜, 핏기가 없는, 창백한, 바다색의
  1. livid, pallid, blue, lurid, dark colored

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 πελιδνός

푸른 (이)가

πελιδνή

푸른 (이)가

πέλιδνον

푸른 (것)가

속격 πελιδνοῦ

푸른 (이)의

πελιδνῆς

푸른 (이)의

πελίδνου

푸른 (것)의

여격 πελιδνῷ

푸른 (이)에게

πελιδνῇ

푸른 (이)에게

πελίδνῳ

푸른 (것)에게

대격 πελιδνόν

푸른 (이)를

πελιδνήν

푸른 (이)를

πέλιδνον

푸른 (것)를

호격 πελιδνέ

푸른 (이)야

πελιδνή

푸른 (이)야

πέλιδνον

푸른 (것)야

쌍수주/대/호 πελιδνώ

푸른 (이)들이

πελιδνᾱ́

푸른 (이)들이

πελίδνω

푸른 (것)들이

속/여 πελιδνοῖν

푸른 (이)들의

πελιδναῖν

푸른 (이)들의

πελίδνοιν

푸른 (것)들의

복수주격 πελιδνοί

푸른 (이)들이

πελιδναί

푸른 (이)들이

πέλιδνα

푸른 (것)들이

속격 πελιδνῶν

푸른 (이)들의

πελιδνῶν

푸른 (이)들의

πελίδνων

푸른 (것)들의

여격 πελιδνοῖς

푸른 (이)들에게

πελιδναῖς

푸른 (이)들에게

πελίδνοις

푸른 (것)들에게

대격 πελιδνούς

푸른 (이)들을

πελιδνᾱ́ς

푸른 (이)들을

πέλιδνα

푸른 (것)들을

호격 πελιδνοί

푸른 (이)들아

πελιδναί

푸른 (이)들아

πέλιδνα

푸른 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τίνι οὐαί̣ τίνι θόρυβοσ̣ τίνι κρίσεισ̣ τίνι δὲ ἀηδίαι καὶ λέσχαι̣ τίνι συντρίμματα διακενῆσ̣ τίνοσ πελιδνοὶ οἱ ὀφθαλμοί̣ (Septuagint, Liber Proverbiorum 23:29)

    (70인역 성경, 잠언 23:29)

  • γέλωτα γοῦν οὐ μικρὸν παρέχουσι τοῖσ θεωμένοισ, ὁπόταν ὑπὸ τῆσ τυχούσησ αἰτίασ ἐπιζέσῃ μὲν αὐτοῖσ ἡ χολή, πελιδνοὶ δὲ τὴν χροιὰν βλέπωνται, ἰταμόν τι καὶ παράφορον δεδορκότεσ, καὶ ἀφροῦ, μᾶλλον δὲ ἰοῦ, μεστὸν αὐτοῖσ ᾖ τὸ στόμα. (Lucian, Fugitivi, (no name) 19:8)

    (루키아노스, Fugitivi, (no name) 19:8)

  • ἀναπνέουσι γὰρ ὀδωδὸσ σηπεδόνα καρτερήν· τὸ αὐτὸ δὲ πάλιν συντόνωσ ἐσ τὸν θώρηκα ἐμπνέουσι· ἀσηροὶ, ὡσ μηδὲ ἑωυτέων τὴν ὀδμὴν ἀνέχεσθαι· ὠχροὶ ἢ πελιδνοὶ τὰ πρόσωπα, πυρετοὶ ὀξέεσ, δίψοσ, ὡσ ἐκ πυρόσ, τὸ δὲ ποτὸν οὐ προσίενται, δέεϊ τῶν ἔνθεν πόνων. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 115)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 115)

  • ἢν γοῦν ἐπανείρῃ περὶ τῆσ νούσου, οὐδὲν ὁμολογέουσι δεινόν· ἄκρεα ψυχρὰ, ὄνυχεσ πελιδνοὶ, γρυποί· σφυγμοὶ μικροὶ, πυκνότατοι , ἐκλείποντεσ, εὖτε ἀγχοῦ τουτέου ὄλεθροσ. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 17)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 17)

  • Ἢν δὲ ἐπὶ μᾶλλον αὔξῃ τὸ πάθοσ, μέζω τὰ πάντα καὶ κακίω· σφυγμοὶ σμικρότατοι καὶ πυκνότατοι, πῦρ ξηρότατον καὶ δριμύτατον , γνώμη παράφοροσ, πάντων ἀγνωσίη, διψώδεεσ, ψαῦσαι ψυχροῦ ἐπιθυμίη, τοίχου, ἐσθῆτοσ, ἐδάφεοσ, ὑγροῦ· χεῖρεσ ψυχραὶ, θέναρα θερμότατα, ὄνυχεσ πελιδνοὶ, ἀναπνοὴ πυκινὴ, νοτὶσ περὶ μέτωπα καὶ κληί̈δασ. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 112)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 112)

유의어

  1. 푸른

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION