헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παραλλάσσω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παραλλάσσω παραλλάξω παρήλλαξα παρήλλαγμαι

형태분석: παρ (접두사) + ἀλλάσς (어간) + ω (인칭어미)

  1. 지나가다, 제쳐놓다, 빠져나가다, 흐르다, 없애다
  2. 초과하다, 능가하다, 넘다
  3. 중복되다
  4. 다르다, 벌어지다, 차이가 있다, 차이가 나다, 의견을 달리하다
  1. to make things alternate, to transpose
  2. to change or alter a little
  3. to pass by, go past, elude, to get rid of
  4. to go beyond, exceed
  5. to pass by one another, to overlap
  6. to differ, vary, it makes, difference
  7. to go aside from
  8. to deviate from the course, to be liable to deviation, delirious
  9. to slip aside or away

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραλλάσσω

παραλλάσσεις

παραλλάσσει

쌍수 παραλλάσσετον

παραλλάσσετον

복수 παραλλάσσομεν

παραλλάσσετε

παραλλάσσουσιν*

접속법단수 παραλλάσσω

παραλλάσσῃς

παραλλάσσῃ

쌍수 παραλλάσσητον

παραλλάσσητον

복수 παραλλάσσωμεν

παραλλάσσητε

παραλλάσσωσιν*

기원법단수 παραλλάσσοιμι

παραλλάσσοις

παραλλάσσοι

쌍수 παραλλάσσοιτον

παραλλασσοίτην

복수 παραλλάσσοιμεν

παραλλάσσοιτε

παραλλάσσοιεν

명령법단수 παράλλασσε

παραλλασσέτω

쌍수 παραλλάσσετον

παραλλασσέτων

복수 παραλλάσσετε

παραλλασσόντων, παραλλασσέτωσαν

부정사 παραλλάσσειν

분사 남성여성중성
παραλλασσων

παραλλασσοντος

παραλλασσουσα

παραλλασσουσης

παραλλασσον

παραλλασσοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραλλάσσομαι

παραλλάσσει, παραλλάσσῃ

παραλλάσσεται

쌍수 παραλλάσσεσθον

παραλλάσσεσθον

복수 παραλλασσόμεθα

παραλλάσσεσθε

παραλλάσσονται

접속법단수 παραλλάσσωμαι

παραλλάσσῃ

παραλλάσσηται

쌍수 παραλλάσσησθον

παραλλάσσησθον

복수 παραλλασσώμεθα

παραλλάσσησθε

παραλλάσσωνται

기원법단수 παραλλασσοίμην

παραλλάσσοιο

παραλλάσσοιτο

쌍수 παραλλάσσοισθον

παραλλασσοίσθην

복수 παραλλασσοίμεθα

παραλλάσσοισθε

παραλλάσσοιντο

명령법단수 παραλλάσσου

παραλλασσέσθω

쌍수 παραλλάσσεσθον

παραλλασσέσθων

복수 παραλλάσσεσθε

παραλλασσέσθων, παραλλασσέσθωσαν

부정사 παραλλάσσεσθαι

분사 남성여성중성
παραλλασσομενος

παραλλασσομενου

παραλλασσομενη

παραλλασσομενης

παραλλασσομενον

παραλλασσομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραλλάξω

παραλλάξεις

παραλλάξει

쌍수 παραλλάξετον

παραλλάξετον

복수 παραλλάξομεν

παραλλάξετε

παραλλάξουσιν*

기원법단수 παραλλάξοιμι

παραλλάξοις

παραλλάξοι

쌍수 παραλλάξοιτον

παραλλαξοίτην

복수 παραλλάξοιμεν

παραλλάξοιτε

παραλλάξοιεν

부정사 παραλλάξειν

분사 남성여성중성
παραλλαξων

παραλλαξοντος

παραλλαξουσα

παραλλαξουσης

παραλλαξον

παραλλαξοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραλλάξομαι

παραλλάξει, παραλλάξῃ

παραλλάξεται

쌍수 παραλλάξεσθον

παραλλάξεσθον

복수 παραλλαξόμεθα

παραλλάξεσθε

παραλλάξονται

기원법단수 παραλλαξοίμην

παραλλάξοιο

παραλλάξοιτο

쌍수 παραλλάξοισθον

παραλλαξοίσθην

복수 παραλλαξοίμεθα

παραλλάξοισθε

παραλλάξοιντο

부정사 παραλλάξεσθαι

분사 남성여성중성
παραλλαξομενος

παραλλαξομενου

παραλλαξομενη

παραλλαξομενης

παραλλαξομενον

παραλλαξομενου

미완료(Imperfect) 시제

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρῆλλαξα

παρῆλλαξας

παρῆλλαξεν*

쌍수 παρήλλαξατον

παρηλλᾶξατην

복수 παρήλλαξαμεν

παρήλλαξατε

παρῆλλαξαν

접속법단수 παραλλάξω

παραλλάξῃς

παραλλάξῃ

쌍수 παραλλάξητον

παραλλάξητον

복수 παραλλάξωμεν

παραλλάξητε

παραλλάξωσιν*

기원법단수 παραλλάξαιμι

παραλλάξαις

παραλλάξαι

쌍수 παραλλάξαιτον

παραλλαξαίτην

복수 παραλλάξαιμεν

παραλλάξαιτε

παραλλάξαιεν

명령법단수 παράλλαξον

παραλλαξάτω

쌍수 παραλλάξατον

παραλλαξάτων

복수 παραλλάξατε

παραλλαξάντων

부정사 παραλλάξαι

분사 남성여성중성
παραλλαξᾱς

παραλλαξαντος

παραλλαξᾱσα

παραλλαξᾱσης

παραλλαξαν

παραλλαξαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρηλλᾶξαμην

παρήλλαξω

παρήλλαξατο

쌍수 παρήλλαξασθον

παρηλλᾶξασθην

복수 παρηλλᾶξαμεθα

παρήλλαξασθε

παρήλλαξαντο

접속법단수 παραλλάξωμαι

παραλλάξῃ

παραλλάξηται

쌍수 παραλλάξησθον

παραλλάξησθον

복수 παραλλαξώμεθα

παραλλάξησθε

παραλλάξωνται

기원법단수 παραλλαξαίμην

παραλλάξαιο

παραλλάξαιτο

쌍수 παραλλάξαισθον

παραλλαξαίσθην

복수 παραλλαξαίμεθα

παραλλάξαισθε

παραλλάξαιντο

명령법단수 παράλλαξαι

παραλλαξάσθω

쌍수 παραλλάξασθον

παραλλαξάσθων

복수 παραλλάξασθε

παραλλαξάσθων

부정사 παραλλάξεσθαι

분사 남성여성중성
παραλλαξαμενος

παραλλαξαμενου

παραλλαξαμενη

παραλλαξαμενης

παραλλαξαμενον

παραλλαξαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to change or alter a little

  2. 지나가다

  3. 초과하다

  4. 중복되다

  5. to go aside from

  6. to slip aside or away

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION