헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πανδοκεῖον

2군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πανδοκεῖον πανδοκείου

형태분석: πανδοκει (어간) + ον (어미)

어원: from pandokeu/s

  1. 여관, 주막
  1. inn

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 πανδοκεῖον

여관이

πανδοκείω

여관들이

πανδοκεῖα

여관들이

속격 πανδοκείου

여관의

πανδοκείοιν

여관들의

πανδοκείων

여관들의

여격 πανδοκείῳ

여관에게

πανδοκείοιν

여관들에게

πανδοκείοις

여관들에게

대격 πανδοκεῖον

여관을

πανδοκείω

여관들을

πανδοκεῖα

여관들을

호격 πανδοκεῖον

여관아

πανδοκείω

여관들아

πανδοκεῖα

여관들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τισ καὶ ὀψίγονοσ ἔστω, τὸν θρυλούμενον ἐκεῖνον χρόνῳ τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκὼσ μέδιμνον, οὐχ ὥσπερ νῦν πολλοὶ φίλοι λεγόμενοι συμπιόντεσ ἅπαξ ἢ συγκαταλύσαντεσ ἢ συγκυβεύσαντεσ ἢ συγκαταλύσαντεσ, ἐκ πανδοκείου καὶ παλαίστρασ καὶ ἀγορᾶσ; (Plutarch, De amicorum multitudine, chapter, section 31)

    (플루타르코스, De amicorum multitudine, chapter, section 31)

  • πανδοκείου δὲ μὴ ὄντοσ, οὕτωσ πρὶσ τοὺσ ἄρχοντασ τραπόμενοι ξενίαν ἐλάμβανον, ἀγαπῶντεσ τὴν δοθεῖσαν. (Plutarch, Cato the Younger, chapter 12 3:2)

    (플루타르코스, Cato the Younger, chapter 12 3:2)

  • οἱο͂ν εἴ τισ ἀπιὼν εἰσ τὴν πατρίδα τὴν ἑαυτοῦ καὶ διοδεύων πανδοκεῖον καλὸν ἀρέσαντοσ αὐτῷ τοῦ πανδοκείου καταμένοι ἐν τῷ πανδοκείῳ. (Epictetus, Works, book 2, 36:1)

    (에픽테토스, Works, book 2, 36:1)

  • ἐπεὶ διὰ λόγου καὶ τοιαύτησ παραδόσεωσ ἐλθεῖν ἐπὶ τὸ τέλειον δεῖ καὶ τὴν αὑτοῦ προαίρεσιν ἐκκαθᾶραι καὶ τὴν δύναμιν τὴν χρηστικὴν τῶν φαντασιῶν ὀρθὴν κατασκευάσαι, ἀνάγκη δὲ τὴν παράδοσιν γίνεσθαι διά τινων θεωρημάτων καὶ διὰ λέξεωσ ποιᾶσ καὶ μετά τινοσ ποικιλίασ καὶ δριμύτητοσ τῶν θεωρημάτων, ὑπ’ αὐτῶν τινεσ τούτων ἁλισκόμενοι καταμένουσιν αὐτοῦ, ὁ μὲν ὑπὸ τῆσ λέξεωσ, ὁ δ’ ὑπὸ συλλογισμῶν, ὁ δ’ ὑπὸ μεταπιπτόντων, ὁ δ’ ὑπ’ ἄλλου τινὸσ τοιούτου πανδοκείου, καὶ προσμείναντεσ κατασήπονται ὡσ παρὰ ταῖσ Σειρῆσιν. (Epictetus, Works, book 2, 40:1)

    (에픽테토스, Works, book 2, 40:1)

  • ἦν δέ τισ ἐν προθύρῳ τοῦ πανδοκείου σκίμπουσ· (Aristides, Aelius, Orationes, 2:2)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 2:2)

유의어

  1. 여관

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION