- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πάλλω?

비축약 동사; 로마알파벳 전사: pallō 고전 발음: [빨로:] 신약 발음: [빨로]

기본형: πάλλω

형태분석: πάλλ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to poise or sway a missile before it is thrown
  2. (passive) to swing or dash oneself

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πάλλω

πάλλεις

πάλλει

쌍수 πάλλετον

πάλλετον

복수 πάλλομεν

πάλλετε

πάλλουσι(ν)

접속법단수 πάλλω

πάλλῃς

πάλλῃ

쌍수 πάλλητον

πάλλητον

복수 πάλλωμεν

πάλλητε

πάλλωσι(ν)

기원법단수 πάλλοιμι

πάλλοις

πάλλοι

쌍수 πάλλοιτον

παλλοίτην

복수 πάλλοιμεν

πάλλοιτε

πάλλοιεν

명령법단수 πάλλε

παλλέτω

쌍수 πάλλετον

παλλέτων

복수 πάλλετε

παλλόντων, παλλέτωσαν

부정사 πάλλειν

분사 남성여성중성
παλλων

παλλοντος

παλλουσα

παλλουσης

παλλον

παλλοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πάλλομαι

πάλλει, πάλλῃ

πάλλεται

쌍수 πάλλεσθον

πάλλεσθον

복수 παλλόμεθα

πάλλεσθε

πάλλονται

접속법단수 πάλλωμαι

πάλλῃ

πάλληται

쌍수 πάλλησθον

πάλλησθον

복수 παλλώμεθα

πάλλησθε

πάλλωνται

기원법단수 παλλοίμην

πάλλοιο

πάλλοιτο

쌍수 πάλλοισθον

παλλοίσθην

복수 παλλοίμεθα

πάλλοισθε

πάλλοιντο

명령법단수 πάλλου

παλλέσθω

쌍수 πάλλεσθον

παλλέσθων

복수 πάλλεσθε

παλλέσθων, παλλέσθωσαν

부정사 πάλλεσθαι

분사 남성여성중성
παλλομενος

παλλομενου

παλλομενη

παλλομενης

παλλομενον

παλλομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τοῖος ἀνὴρ πλατέεσσιν ἐνίδρυται πεδίοισι ξανθοκόμας Πτολεμαῖος, ἐπιστάμενος δόρυ πάλλειν, ᾧ ἐπὶ πάγχυ μέλει πατρώια πάντα φυλάσσειν οἷ ἀγαθῷ βασιλῆι, τὰ δὲ κτεατίζεται αὐτός. (Theocritus, Idylls, 55)

    (테오크리토스, Idylls, 55)

  • τὸ γάρ που ἢ αὑτὸν ἤ τι ἄλλο μετεωρίζειν ἢ ἀπὸ τῆς γῆς ἢ ἐν ταῖς χερσὶν "πάλλειν" τε καὶ "πάλλεσθαι" καὶ ὀρχεῖν καὶ ὀρχεῖσθαι καλοῦμεν. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 141:1)

    (플라톤, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 141:1)

  • τὸ μὲν οὐ δύνατ ἄλλος Ἀχαιῶν πάλλειν, ἀλλά μιν οἰο῀ς ἐπίστατο πῆλαι Ἀχιλλεὺς Πηλιάδα μελίην, τὴν πατρὶ φίλῳ πόρε Χείρων Πηλίου ἐκ κορυφῆς, φόνον ἔμμεναι ἡρώεσσιν. (Homer, Iliad, Book 16 11:9)

    (호메로스, 일리아스, Book 16 11:9)

  • τὸ μὲν οὐ δύνατ ἄλλος Ἀχαιῶν πάλλειν, ἀλλά μιν οἰο῀ς ἐπίστατο πῆλαι Ἀχιλλεύς: (Homer, Iliad, Book 19 30:2)

    (호메로스, 일리아스, Book 19 30:2)

관련어

명사

형용사

동사

부사

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION