헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὄζος

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὄζος ὄζου

형태분석: ὀζ (어간) + ος (어미)

  1. 가지, 나뭇가지, 작은 가지, 줄기
  2. 접가지, 접목, 자식
  1. bough, branch, twig
  2. (figuratively) offshoot, scion

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ὄζος

가지가

ό̓ζω

가지들이

ό̓ζοι

가지들이

속격 ό̓ζου

가지의

ό̓ζοιν

가지들의

ό̓ζων

가지들의

여격 ό̓ζῳ

가지에게

ό̓ζοιν

가지들에게

ό̓ζοις

가지들에게

대격 ό̓ζον

가지를

ό̓ζω

가지들을

ό̓ζους

가지들을

호격 ό̓ζε

가지야

ό̓ζω

가지들아

ό̓ζοι

가지들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐδ’ ἐντυχὼν ἐν τἀγορᾷ πρόσεισί σοι βαδίζων Κρατῖνοσ ἀεὶ κεκαρμένοσ μοιχὸν μιᾷ μαχαίρᾳ, ὁ περιπόνηροσ Ἀρτέμων, ὁ ταχὺσ ἄγαν τὴν μουσικήν, ὄζων κακὸν τῶν μασχαλῶν πατρὸσ Τραγασαίου· (Aristophanes, Acharnians, Choral, strophe 31)

    (아리스토파네스, Acharnians, Choral, strophe 31)

  • Πενθέα δ’ ἱδρύσασ ἐλατίνων ὄζων ἔπι, ὀρθὸν μεθίει διὰ χερῶν βλάστημ’ ἄνω ἀτρέμα, φυλάσσων μὴ ἀναχαιτίσειέ νιν, ὀρθὴ δ’ ἐσ ὀρθὸν αἰθέρ’ ἐστηρίζετο, ἔχουσα νώτοισ δεσπότην ἐφήμενον· (Euripides, episode, lyric 3:5)

    (에우리피데스, episode, lyric 3:5)

  • οὐκ ἐσ κόρακασ ἀποφθερεῖ βύρσησ κάκιστον ὄζων; (Aristotle, Agon, antepirrheme 1:7)

    (아리스토텔레스, Agon, antepirrheme 1:7)

  • ὅδ’ ἐκεῖνοσ ὁρᾶν τεττιγοφόρασ, ἀρχαίῳ σχήματι λαμπρόσ, οὐ χοιρινῶν ὄζων ἀλλὰ σπονδῶν, σμύρνῃ κατάλειπτοσ. (Aristotle, Choral, anapests14)

    (아리스토텔레스, Choral, anapests14)

  • ταύτην ὅτ’ ἐγάμουν, συγκατεκλινόμην ἐγὼ ὄζων τρυγὸσ τρασιᾶσ ἐρίων περιουσίασ, ἡ δ’ αὖ μύρου κρόκου καταγλωττισμάτων, δαπάνησ λαφυγμοῦ Κωλιάδοσ Γενετυλλίδοσ. (Aristophanes, Clouds, Prologue 2:20)

    (아리스토파네스, Clouds, Prologue 2:20)

유의어

  1. 가지

  2. 접가지

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION