- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὄψον?

2군 변화 명사; 중성 로마알파벳 전사: opson 고전 발음: [옵손] 신약 발음: [옵손]

기본형: ὄψον ὄψου

형태분석: ὀψ (어간) + ον (어미)

어원: ἕψω

  1. 식사, 맛있는 음식 (빵이나 소스 등과 함께 먹는 반찬과 같은 고대 그리스 음식)
  1. delicacies, considered an integral component of an Ancient Greek meal; anything cooked/boiled and eaten with bread or sauce or with or as relish

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ὄψον

식사가

ὄψω

식사들이

ὄψα

식사들이

속격 ὄψου

식사의

ὄψοιν

식사들의

ὄψων

식사들의

여격 ὄψῳ

식사에게

ὄψοιν

식사들에게

ὄψοις

식사들에게

대격 ὄψον

식사를

ὄψω

식사들을

ὄψα

식사들을

호격 ὄψον

식사야

ὄψω

식사들아

ὄψα

식사들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ τὰ ἄλφιτα οὐκέτ ὀλίγα οὐδὲ ὡς πρὸ τοῦ μᾶζα ψιλή, τὸ δὲ ὄψον οὐ τάριχος ἢ θύμον, ἀλλὰ κρέα παντοδαπὰ καὶ οἶνος οἱο῀ς ἥδιστος, καὶ χρυσίον παρ ὅτου ἂν ἐθέλωσι: (Lucian, Fugitivi, (no name) 14:4)

    (루키아노스, Fugitivi, (no name) 14:4)

  • ὅτι πᾶσα ἀνάγκη τὸν ἀναλίσκοντα τὰ ἑαυτοῦ πολλαῖς περιπίπτειν ἀηδίαις, τοῦτο μὲν τῷ μαγείρῳ κακῶς σκευάσαντι τὸ ὄψον μαχόμενον ἢ εἰ μὴ μάχοιτο φαῦλα παρὰ τοῦτο ἐσθίοντα τὰ ὄψα καὶ τοῦ ἡδέος ὑστεροῦντα,^ τοῦτο δὲ τῷ οἰκονομοῦντι τὰ κατὰ τὴν οἰκίαν, εἰ μὴ καλῶς οἰκονομοίη, μαχόμενον. (Lucian, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 12:18)

    (루키아노스, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 12:18)

  • καὶ εἰς τοῦτο ἦλθεν ἀναισχυντίας, ὥστε οὐκ ἔχων, ὅποι τρέψειε τὰ χρήματα, εἰς ὄψον μὲν δυοῖν παιδίοιν καὶ ἀδελφῇ πέντε ὀβολοὺς τῆς ἡμέρας ἐλογίζετο, εἰς ὑποδήματα δὲ καὶ εἰς γναφεῖον καὶ εἰς ἱμάτια καὶ εἰς κουρέως κατὰ μῆνα οὐκ ἦν αὐτῷ οὐδὲ κατ ἐνιαυτὸν γεγραμμένα, συλλήβδην δὲ παντὸς τοῦ χρόνου πλεῖον ἢ τάλαντον ἀργυρίου. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 27 1:1)

    (디오니시오스, chapter 27 1:1)

  • ^ τὸν σοφιστὴν λέγεις, τὸν ἀλαζόνα, ὃς ἐνομοθέτει μήτε κρεῶν γεύεσθαι μήτε κυάμους ἐσθίειν, ἥδιστον ἐμοὶ γοῦν ὄψον ἐκτράπεζον ἀποφαίνων, ἔτι δὲ πείθων τοὺς ἀνθρώπους ὡς πρὸ τοῦ Πυθαγόρου Εὔφορβος γένοιτο· (Lucian, Gallus, (no name) 4:5)

    (루키아노스, Gallus, (no name) 4:5)

  • πολυτελὲς ὄψον ὠνουμένους καὶ τὸν οἶνον ἐν τοῖς συμποσίοις μετὰ κρόκων τε καὶ ἀρομάτων ἐκχέοντας, τοὺς μέσου χειμῶνος ἐμπιπλαμένους ῥόδων καὶ τὸ σπάνιον αὐτῶν καὶ παρὰ καιρὸν ἀγαπῶντος, τῶν δ ἐν καιρῷ καὶ κατὰ φύσιν ὡς εὐτελῶν ὑπερηφανοῦντας, τούτους εἶναι τοὺς καὶ τὰ μύρα πίνοντας: (Lucian, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 31:4)

    (루키아노스, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 31:4)

관련어

명사

형용사

동사

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION