헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὀψίγονος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὀψίγονος ὀψίγονον

형태분석: ὀψιγον (어간) + ος (어미)

어원: gi/gnomai

  1. 어린, 젊은, 신선한, 새파랗게 젊은
  1. late-born, after-born
  2. late-born, born in one's old age
  3. later-born, younger, young

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 ὀψίγονος

(이)가

ὀψίγονον

(것)가

속격 ὀψιγόνου

(이)의

ὀψιγόνου

(것)의

여격 ὀψιγόνῳ

(이)에게

ὀψιγόνῳ

(것)에게

대격 ὀψίγονον

(이)를

ὀψίγονον

(것)를

호격 ὀψίγονε

(이)야

ὀψίγονον

(것)야

쌍수주/대/호 ὀψιγόνω

(이)들이

ὀψιγόνω

(것)들이

속/여 ὀψιγόνοιν

(이)들의

ὀψιγόνοιν

(것)들의

복수주격 ὀψίγονοι

(이)들이

ὀψίγονα

(것)들이

속격 ὀψιγόνων

(이)들의

ὀψιγόνων

(것)들의

여격 ὀψιγόνοις

(이)들에게

ὀψιγόνοις

(것)들에게

대격 ὀψιγόνους

(이)들을

ὀψίγονα

(것)들을

호격 ὀψίγονοι

(이)들아

ὀψίγονα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ γὰρ ὥσπερ ὀψίγονον ἐν γήρᾳ ταῖσ τῶν παλαιῶν ἡγεμόνων ἐπιτεκοῦσα τοῦτον ἀρεταῖσ ἡ Ἑλλὰσ ἠγάπησε διαφερόντωσ καὶ συνηύξησε τῇ δόξῃ τὴν δύναμιν. (Plutarch, Philopoemen, chapter 1 4:2)

    (플루타르코스, Philopoemen, chapter 1 4:2)

  • τοῦτον τὸν ἄνδρα Μούκιον ὁμοῦ τι πάντων καὶ Σκαιόλαν καλούντων Ἀθηνόδωροσ ὁ Σάνδωνοσ ἐν τῷ πρὸσ Ὀκταουίαν τὴν Καίσαροσ ἀδελφὴν καὶ Ὀψίγονον ὠνομάσθαι φησίν. (Plutarch, Publicola, chapter 17 5:1)

    (플루타르코스, Publicola, chapter 17 5:1)

  • παῖδα δέ μοι τρέφε τόνδε, τὸν ὀψίγονον καὶ ἀέλπτον ὤπασαν ἀθάνατοι, πολυάρητοσ δέ μοί ἐστιν. (Anonymous, Homeric Hymns, 23:6)

    (익명 저작, Homeric Hymns, 23:6)

  • τὼ δ’ αὖτε σπείραισιν ἑλισσέσθην περὶ παῖδα ὀψίγονον γαλαθηνόν, ὑπὸ τροφῷ αἰὲν ἄδακρυν· (Theocritus, Idylls, 13)

    (테오크리토스, Idylls, 13)

  • "πόθεν γε δὴ σώματι νόσημα καινὸν ἢ πάθοσ ὀψίγονον, ἰδίαν μὲν ὥσπερ ἡ ψυχὴ κινήσεωσ ἀρχὴν οἴκοθεν οὐκ ἔχοντι, συνημμένῳ δὲ κοιναῖσ πρὸσ τὴν φύσιν αἰτίαισ καὶ κεκραμένῳ κρᾶσιν, ἧσ καὶ τὸ ἀόριστον ἐντὸσ ὁρ́ων πλανᾶται, καθάπερ πλοῖον ἐν περιδρόμῳ σαλεῦον; (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 8, 6:6)

    (플루타르코스, Quaestiones Convivales, book 8, 6:6)

유의어

  1. late-born

  2. late-born

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION