Ancient Greek-English Dictionary Language

ὀρεκτικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ὀρεκτικός ὀρεκτική ὀρεκτικόν

Structure: ὀρεκτικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: o)/recis

Sense

  1. of or for the desires, appetitive, the appetites

Examples

  • ὁ δὴ ἐν μεγάλῃ δαπάνῃ τοῦ πρέποντοσ μεγέθουσ προαιρετικόσ, καὶ τῆσ τοιαύτησ μεσότητοσ καὶ ἐπὶ τῇ τοιαύτῃ ἡδονῇ ὀρεκτικόσ, μεγαλοπρεπήσ. (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 3 117:4)
  • διὸ ἢ ὀρεκτικὸσ νοῦσ ἡ προαίρεσισ ἢ ὄρεξισ διανοητική, καὶ ἡ τοιαύτη ἀρχὴ ἄνθρωποσ. (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 6 17:4)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION