헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὀρεκτικός

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὀρεκτικός ὀρεκτική ὀρεκτικόν

형태분석: ὀρεκτικ (어간) + ος (어미)

어원: o)/recis

  1. of or for the desires, appetitive, the appetites

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ὀρεκτικός

(이)가

ὀρεκτική

(이)가

ὀρεκτικόν

(것)가

속격 ὀρεκτικοῦ

(이)의

ὀρεκτικῆς

(이)의

ὀρεκτικοῦ

(것)의

여격 ὀρεκτικῷ

(이)에게

ὀρεκτικῇ

(이)에게

ὀρεκτικῷ

(것)에게

대격 ὀρεκτικόν

(이)를

ὀρεκτικήν

(이)를

ὀρεκτικόν

(것)를

호격 ὀρεκτικέ

(이)야

ὀρεκτική

(이)야

ὀρεκτικόν

(것)야

쌍수주/대/호 ὀρεκτικώ

(이)들이

ὀρεκτικᾱ́

(이)들이

ὀρεκτικώ

(것)들이

속/여 ὀρεκτικοῖν

(이)들의

ὀρεκτικαῖν

(이)들의

ὀρεκτικοῖν

(것)들의

복수주격 ὀρεκτικοί

(이)들이

ὀρεκτικαί

(이)들이

ὀρεκτικά

(것)들이

속격 ὀρεκτικῶν

(이)들의

ὀρεκτικῶν

(이)들의

ὀρεκτικῶν

(것)들의

여격 ὀρεκτικοῖς

(이)들에게

ὀρεκτικαῖς

(이)들에게

ὀρεκτικοῖς

(것)들에게

대격 ὀρεκτικούς

(이)들을

ὀρεκτικᾱ́ς

(이)들을

ὀρεκτικά

(것)들을

호격 ὀρεκτικοί

(이)들아

ὀρεκτικαί

(이)들아

ὀρεκτικά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐπεὶ δὲ τοῦτο οὐκ ἠδυνάμην, ἐδώκαμέν σοι μέροσ τι ἡμέτερον, τὴν δύναμιν ταύτην τὴν ὁρμητικήν τε καὶ ἀφορμητικὴν καὶ ὀρεκτικήν τε καὶ ἐκκλιτικὴν καὶ ἁπλῶσ τὴν χρηστικὴν ταῖσ φαντασίαισ, ἧσ ἐπιμελούμενοσ καὶ ἐν ᾗ τὰ σαυτοῦ τιθέμενοσ οὐδέποτε κωλυθήσῃ, οὐδέποτ’ ἐμποδισθήσῃ, οὐ στενάξεισ, οὐ μέμψῃ, οὐ κολακεύσεισ οὐδένα. (Epictetus, Works, book 1, 12:1)

    (에픽테토스, Works, book 1, 12:1)

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION