헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὄρεξις

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὄρεξις ὀρέξεως

형태분석: ὀρεξι (어간) + ς (어미)

어원: o)re/gw

  1. 욕망, 그리움, 동경, 욕구
  1. yearning, longing, desire

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ὄρεξις

욕망이

ὀρέξει

욕망들이

ὀρέξεις

욕망들이

속격 ὀρέξεως

욕망의

ὀρέξοιν

욕망들의

ὀρέξεων

욕망들의

여격 ὀρέξει

욕망에게

ὀρέξοιν

욕망들에게

ὀρέξεσιν*

욕망들에게

대격 ό̓ρεξιν

욕망을

ὀρέξει

욕망들을

ὀρέξεις

욕망들을

호격 ό̓ρεξι

욕망아

ὀρέξει

욕망들아

ὀρέξεις

욕망들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀνθ̓ ἧσ κολάσεωσ εὐεργετήσασ τὸν λαόν σου, εἰσ ἐπιθυμίαν ὀρέξεωσ ξένην γεῦσιν, τροφὴν ἡτοίμασασ ὀρτυγομήτραν, (Septuagint, Liber Sapientiae 16:2)

    (70인역 성경, 지혜서 16:2)

  • "καὶ γὰρ ὁ τῶν θηρίων βίοσ τοιοῦτόσ ἐστιν, ὅτι τῆσ ἡδονῆσ οὐδὲν ἐπίσταται κάλλιον οὐδὲ δίκην θεῶν οἶδεν οὐδὲ σέβεται τῆσ τὸ κάλλοσ, ἀλλ’ εἴ τι θαρραλέον αὐτοῖσ ἢ πανοῦργον ἢ δραστήριον ἐκ φύσεωσ ἔνεστι, τούτῳ πρὸσ ἡδονὴν σαρκὸσ καὶ ἀποπλήρωσιν ὀρέξεωσ· (Plutarch, Adversus Colotem, section 30 1:7)

    (플루타르코스, Adversus Colotem, section 30 1:7)

  • ’ τὰ ταρίχη τὰ ἐκ τῶν θαλασσίων καὶ λιμναίων καὶ ποταμίων γινόμενά ἐστιν ὀλιγότροφα, ὀλιγόχυλα, καυσώδη, εὐκοίλια, ἐρεθιστικὰ ὀρέξεωσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 922)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 922)

  • ᾗ ἄνθρωποσ, λογισμὸν ἐνεῖναι καὶ ἀρχὴν καὶ πρᾶξιν, ἄρχει δ’ ὁ λογισμὸσ οὐ λογισμοῦ ἀλλ’ ὀρέξεωσ καὶ παθημάτων, ἀνάγκη ἄρα ταῦτ’ ἔχειν τὰ μέρη. (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 2 30:1)

    (아리스토텔레스, 에우데모스 윤리학, Book 2 30:1)

  • λέγονται δὲ κατ’ ἄλλον τρόπον βίᾳ καὶ ἀναγκασθέντεσ πρᾶξαι, οὐ διαφωνοῦντοσ τοῦ λόγου καὶ τῆσ ὀρέξεωσ, ὅταν πράττωσιν ὃ καὶ λυπηρὸν καὶ φαῦλον ὑπολαμβάνουσιν, ἀλλ’ ἂν μὴ τοῦτο πράττωσι, πληγαὶ ἢ δεσμοὶ ἢ θάνατοι ὦσιν. (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 2 147:1)

    (아리스토텔레스, 에우데모스 윤리학, Book 2 147:1)

유의어

  1. 욕망

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION