- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὄρεξις?

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: orexis 고전 발음: [오렉시] 신약 발음: [오랙시]

기본형: ὄρεξις ὀρέξεως

형태분석: ὀρεξι (어간) + ς (어미)

어원: ὀρέγω

  1. 욕망, 그리움, 동경, 욕구
  1. yearning, longing, desire

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ὄρεξις

욕망이

ὀρέξει

욕망들이

ὀρέξεις

욕망들이

속격 ὀρέξεως

욕망의

ὀρέξοιν

욕망들의

ὀρέξεων

욕망들의

여격 ὀρέξει

욕망에게

ὀρέξοιν

욕망들에게

ὀρέξεσι(ν)

욕망들에게

대격 ὄρεξιν

욕망을

ὀρέξει

욕망들을

ὀρέξεις

욕망들을

호격 ὄρεξι

욕망아

ὀρέξει

욕망들아

ὀρέξεις

욕망들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Εἶτα πῶς ὁ οἰνοχόος ὀρέξει πλῆρες οὕτω βαρὺ ἔκπωμα· (Lucian, 37:1)

    (루키아노스, 37:1)

  • οὐ γάρ, ὡς Ἀριστοτέλης ἱστορεῖ κατ αὐτὸν ἐν Τυρρηνίᾳ μαστιγοῦσθαι τοὺς οἰκέτας πρὸς αὐλόν, οὕτω πρὸς ἡδονὴν δεῖ καθάπερ ἀπολαύσματος ὀρέξει τῆς τιμωρίας ἐμφορεῖσθαι καὶ χαίρειν κολάζοντας εἶτα μετανοεῖν: (Plutarch, De cohibenda ira, section 11 22:1)

    (플루타르코스, De cohibenda ira, section 11 22:1)

  • οὐ γάρ, ὡς Ἀριστοτέλης ἱστορεῖ κατ αὐτὸν ἐν Τυρρηνίᾳ μαστιγοῦσθαι τοὺς οἰκέτας πρὸς αὐλόν, οὕτω πρὸς ἡδονὴν δεῖ καθάπερ ἀπολαύσματος ὀρέξει τῆς τιμωρίας ἐμφορεῖσθαι καὶ χαίρειν κολάζοντας, κολάσαντας δὲ μετανοεῖν: (Plutarch, De cohibenda ira, section 11 6:3)

    (플루타르코스, De cohibenda ira, section 11 6:3)

  • καὶ καθάπερ ἐν γράμμασι τὰ ἡμίφωνα μέσα τῶν ἀφώνων ἐστὶ καὶ τῶν φωνηέντων τῷ πλέον ἐκείνων ἠχεῖν ἔλαττον δὲ τούτων, οὕτως ἐν τῇ ψυχῇ τἀνθρώπου τὸ θυμοειδὲς οὐκ ἀκράτως παθητικόν ἐστιν ἀλλὰ φαντασίαν καλοῦ πολλάκις ἔχει μεμιγμένην ἀλόγῳ τῇ τῆς τιμωρίας ὀρέξει. (Plutarch, Platonicae quaestiones, chapter 9, section 1 11:2)

    (플루타르코스, Platonicae quaestiones, chapter 9, section 1 11:2)

  • ὥστ ἐπὶ μὲν τῶν ἄλλων ζῴων ἁπλοῦν τὸ βίαιον, ὥσπερ ἐπὶ τῶν ἀψύχων οὐ γὰρ ἔχει λόγον καὶ ὄρεξιν ἐναντίαν, ἀλλὰ τῇ ὀρέξει ζῇ: (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 2 132:5)

    (아리스토텔레스, 에우데모스 윤리학, Book 2 132:5)

유의어

  1. 욕망

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION