ὅπου?
Adverb;
자동번역
Transliteration: hopou
Principal Part:
ὅπου
Etym.: relat. adv. of Place, properly gen. of an obsol. Pron. ὅπος, correlat. to ποῦ:
Sense
- (relative adverb) where
- (in indirect questions)
- (extended senses), (of time or occasion)
- (of manner) by which, that
- (of cause) whereas
- καὶ ἡνίκα ἐὰν ἔλθητε, εἰσελεύσεσθε πρὸς λαὸν ἐπ᾿ ἐλπίδι, καὶ ἡ γῆ πλατεῖα, ὅτι ἔδωκεν αὐτὴν ὁ Θεός ἐν χειρὶ ὑμῶν, τόπος, ὅπου οὐκ ἔστιν ἐκεῖ ὑστέρημα παντὸς ρήματος τῶν ἐν τῇ γῇ. (Septuagint, Liber Iudicum 18:10)
- καὶ ἐνίσχυσαν ἀνὴρ Ἰσραὴλ καὶ προσέθηκαν συνάψαι παράταξιν ἐν τῷ τόπῳ, ὅπου συνῆψαν ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ πρώτῃ. (Septuagint, Liber Iudicum 20:22)
- εἶπε δὲ Ρούθ. μὴ ἀπάντησαί μοι τοῦ καταλιπεῖν σε ἢ ἀποστρέψαι ὄπισθέν σου. ὅτι σὺ ὅπου ἐὰν πορευθῇς, πορεύσομαι, καὶ οὗ ἐὰν αὐλισθῇς, αὐλισθήσομαι. ὁ λαός σου λαός μου, καὶ ὁ Θεός σου Θεός μου. (Septuagint, Liber Ruth 1:16)
- καὶ ἔσται ἐν τῷ κοιμηθῆναι αὐτόν, καὶ γνώσῃ τὸν τόπον ὅπου κοιμᾶται ἐκεῖ, καὶ ἐλεύσῃ καὶ ἀποκαλύψεις τὰ πρὸς ποδῶν αὐτοῦ καὶ κοιμηθήσῃ, καὶ αὐτὸς ἀπαγγελεῖ σοι ἃ ποιήσεις. (Septuagint, Liber Ruth 3:4)
- «Ἔτους πρώτου βασιλεύοντος Κύρου βασιλεὺς Κῦρος προσέταξε τὸν οἶκον τοῦ Κυρίου τὸν ἐν Ἱερουσαλὴμ οἰκοδομῆσαι, ὅπου ἐπιθύουσι διὰ πυρὸς ἐνδελεχοῦς, (Septuagint, Liber Esdrae I 6:23)
Related
명사
- ὀπώρᾱ (the part of the year between the rising of Sirius and of Arcturus)
- ὀπός (juice)
- ποριστής (one who supplies or provides)
- κάρδοπος (a kneading-trough)
- διόρθωμα (a making straight)
형용사
동사
부사
접속사