ὄνυξ
3군 변화 명사; 남성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ὄνυξ
ὄνυχος
형태분석:
ὀνυχ
(어간)
+
ς
(어미)
뜻
- 못, 발톱, 발굽, 굽
- 줄마노, 황색 대리석
- claw, nail, hoof
- Anything which resembles a claw or nail, scraping tool
- onyx (gem)
- a kind of aromatic substance
곡용 정보
3군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ εἶπε Κύριοσ πρὸσ Μωυσῆν. λάβε σεαυτῷ ἡδύσματα, στακτήν, ὄνυχα, χαλβάνην ἡδυσμοῦ καὶ λίβανον διαφανῆ, ἴσον ἴσῳ ἔσται. (Septuagint, Liber Exodus 30:34)
(70인역 성경, 탈출기 30:34)
- ἴτ’ ὦ ξυνῳδοὶ κτύποι, ἴτ’ ὦ ξυναλγηδόνεσ, χορὸν τὸν Αἵδασ σέβει, διὰ παρῇδοσ ὄνυχα λευκὸν αἱματοῦτε χρῶτά τε φόνιον· (Euripides, Suppliants, choral, strophe 32)
(에우리피데스, Suppliants, choral, strophe 32)
- στένει δὲ καί τισ ἀμφὶ τὸν εὔροον Εὐρώταν Λάκαινα πολυδάκρυτοσ ἐν δόμοισ κόρα, πολιάν τ’ ἐπὶ κρᾶτα μάτηρ τέκνων θανόντων τίθεται χέρα δρύπτεται παρειάν, δίαιμον ὄνυχα τιθεμένα σπαραγμοῖσ. (Euripides, Hecuba, choral, epode2)
(에우리피데스, Hecuba, choral, epode2)
- ἐγὼ δ’ ἐσ οἴκουσ βᾶσα βοστρύχουσ τεμῶ πέπλων τε λευκῶν μέλανασ ἀνταλλάξομαι παρῇδί τ’ ὄνυχα φόνιον ἐμβαλῶ χροόσ. (Euripides, Helen, episode, dialogue 18:18)
(에우리피데스, Helen, episode, dialogue 18:18)
- κατάρχομαι στεναγμόν, ὦ Πελασγία, τιθεῖσα λευκὸν ὄνυχα διὰ παρηίδων, αἱματηρὸν ἄταν, κτύπον τε κρατόσ, ὃν ἔλαχ’ ἁ κατὰ χθονὸσ νερτέρων Περσέφασσα καλλίπαισ θεά. (Euripides, choral, strophe 11)
(에우리피데스, choral, strophe 11)
유의어
-
못
- κρατερῶνυξ (strong-hoofed, solid-hoofed, strong-clawed)