헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὄνυξ

3군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὄνυξ ὄνυχος

형태분석: ὀνυχ (어간) + ς (어미)

  1. 못, 발톱, 발굽, 굽
  2. 줄마노, 황색 대리석
  1. claw, nail, hoof
  2. Anything which resembles a claw or nail, scraping tool
  3. onyx (gem)
  4. a kind of aromatic substance

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ὄνυξ

못이

ό̓νυχε

못들이

ό̓νυχες

못들이

속격 ό̓νυχος

못의

ὀνύχοιν

못들의

ὀνύχων

못들의

여격 ό̓νυχι

못에게

ὀνύχοιν

못들에게

ό̓νυξιν*

못들에게

대격 ό̓νυχα

못을

ό̓νυχε

못들을

ό̓νυχας

못들을

호격 ό̓νυξ

못아

ό̓νυχε

못들아

ό̓νυχες

못들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὡσ κιννάμωμον καὶ ἀσπάλαθοσ ἀρωμάτων δέδωκα ὀσμὴν καὶ ὡσ σμύρνα ἐκλεκτὴ διέδωκα εὐωδίαν, ὡσ χαλβάνη καὶ ὄνυξ καὶ στακτὴ καὶ ὡσ λιβάνου ἀτμὶσ ἐν σκηνῇ. (Septuagint, Liber Sirach 24:15)

    (70인역 성경, Liber Sirach 24:15)

  • καθόλου ἐπὶ τῶν εἰσ ξ ληγόντων ὀνομάτων ἐζήτηται τί δή ποτε τῷ αὐτῷ οὐ χρῶνται ἐπὶ γενικῆσ συμφώνῳ τῆσ τελευταίασ συλλαβῆσ τυπωτικῷ λέγω δὲ ὄνυξ καὶ ὄρτυξ, τὰ δὲ εἰσ ξ ἀρσενικὰ ἁπλᾶ δισσύλλαβα ὅταν τῷ ῡ παρεδρεύηται, ἔχῃ δὲ τῆσ τελευταίασ συλλαβῆσ ἄρχον ἕν τι τῶν ἀμεταβόλων ἢ δι’ ὧν ἡ πρώτη συζυγία τῶν βαρυτόνων λέγεται, διὰ τοῦ κ ἐπὶ γενικῆσ κλίνεται, κήρυκοσ, πέλυκοσ, Ἔρυκοσ, Βέβρυκοσ, ὅσα δὲ μὴ τοῦτον ἔχει· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 472)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 472)

  • αὐταὶ ποιμαίνοντα μεσημβρινὰ μῆλά σε Μοῦσαι ἔδρακον ἐν κραναοῖσ οὔρεσιν, Ἡσίοδε, καί σοι καλλιπέτηλον, ἐρυσσάμεναι περὶ πᾶσαι, ὤρεξαν δάφνασ ἱερὸν ἀκρεμόνα, δῶκαν δὲ κράνασ Ἑλικωνίδοσ ἔνθεον ὕδωρ, τὸ πτανοῦ πώλου πρόσθεν ἔκοψεν ὄνυξ· (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 641)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 641)

  • τρηχὺσ ὄνυξ ὑπ’ Ἔρωτοσ ἀνέτραφεσ Ἡλιοδώρασ· (Unknown, Greek Anthology, book 5, chapter 1571)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 5, chapter 1571)

  • κατὰ δὲ θάτερον ἄλλοι προσήρτηντο λίθοι δώδεκα, κατὰ τρεῖσ εἰσ τέσσαρα μέρη διῃρημένοι, σάρδιον τόπαζοσ σμάραγδοσ, ἄνθραξ ἰάσπισ σάπφειροσ, ἀχάτησ ἀμέθυστοσ λιγύριον, ὄνυξ βήρυλλοσ χρυσόλιθοσ, ὧν ἐφ’ ἑκάστου πάλιν εἷσ τῶν ἐπωνύμων ἐγέγραπτο. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 266:1)

    (플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 266:1)

유의어

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION