ὄνυξ
3군 변화 명사; 남성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ὄνυξ
ὄνυχος
형태분석:
ὀνυχ
(어간)
+
ς
(어미)
뜻
- 못, 발톱, 발굽, 굽
- 줄마노, 황색 대리석
- claw, nail, hoof
- Anything which resembles a claw or nail, scraping tool
- onyx (gem)
- a kind of aromatic substance
곡용 정보
3군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ οὐ συμβασταχθήσεται χρυσίῳ Ὠφίρ, ἐν ὄνυχι τιμίῳ καὶ σαπφείρῳ. (Septuagint, Liber Iob 28:16)
(70인역 성경, 욥기 28:16)
- θὲσ τόδε τεῦχοσ ἐμῆσ ἀπὸ κρατὸσ ἑ‐ λοῦσ’, ἵνα πατρὶ γόουσ νυχίουσ ἐπορθροβοάσω, ἰαχάν, Αἴ̈δα μέλοσ, Αἴ̈δα, πάτερ, σοι κατὰ γᾶσ ἐνέπω γόουσ οἷσ ἀεὶ τὸ κατ’ ἦμαρ διέπομαι, κατὰ μὲν φίλαν ὄνυχι τεμνομένα δέραν χέρα τε κρᾶτ’ ἐπὶ κούριμον τιθεμένα θανάτῳ σῷ. (Euripides, choral, strophe 21)
(에우리피데스, choral, strophe 21)
- βοὰν βοὰν δ’ Ἑλλὰσ κελάδησε κἀνοτότυξεν, ἐπὶ δὲ κρατὶ χέρασ ἔθηκεν, ὄνυχι δ’ ἁπαλόχροα γένυν δεῦσε φονίαισι πλαγαῖσ. (Euripides, Helen, episode, lyric 1:8)
(에우리피데스, Helen, episode, lyric 1:8)
- οὐδὲ γὰρ ταῦτα, ἐπείπερ θανατηφόρα ἐστίν, ἀποκτείνειεν ἄν, εἴ τισ ὀλίγον ὅσον ἀκαριαῖον ἀποξύσασ αὐτῶν ἄκρῳ τῷ ὄνυχι ἀπογεύσαιτο, ἀλλὰ ἢν μὴ τοσοῦτον ὅσον χρή, καὶ ὅπωσ καὶ ξὺν οἷσ, οὐκ ἂν ἀποθάνοι ὁ προσενεγκάμενοσ· (Lucian, 127:2)
(루키아노스, 127:2)
- "καὶ γὰρ αἱ τέχναι πρῶτον ἀτύπωτα καὶ ἄμορφα πλάττουσιν, εἶθ’ ὕστερον ἕκαστα τοῖσ εἴδεσι διαρθροῦσιν Πολύκλειτοσ ὁ πλάστησ εἶπε χαλεπώτατον εἶναι τοὔργον, ὅταν ἐν ὄνυχι ὁ πηλὸσ γένηται. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 2, 10:10)
(플루타르코스, Quaestiones Convivales, book 2, 10:10)
유의어
-
못
- κρατερῶνυξ (strong-hoofed, solid-hoofed, strong-clawed)