- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὄνυξ?

3군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: onyx 고전 발음: [오뉙] 신약 발음: [오뉙]

기본형: ὄνυξ ὄνυχος

형태분석: ὀνυχ (어간) + ς (어미)

  1. 못, 발톱, 발굽, 굽
  2. 줄마노, 황색 대리석
  1. claw, nail, hoof
  2. Anything which resembles a claw or nail, scraping tool
  3. onyx (gem)
  4. a kind of aromatic substance

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ὄνυξ

못이

ὄνυχε

못들이

ὄνυχες

못들이

속격 ὄνυχος

못의

ὀνύχοιν

못들의

ὀνύχων

못들의

여격 ὄνυχι

못에게

ὀνύχοιν

못들에게

ὄνυξι(ν)

못들에게

대격 ὄνυχα

못을

ὄνυχε

못들을

ὄνυχας

못들을

호격 ὄνυξ

못아

ὄνυχε

못들아

ὄνυχες

못들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ οὐ συμβασταχθήσεται χρυσίῳ Ὠφίρ, ἐν ὄνυχι τιμίῳ καὶ σαπφείρῳ. (Septuagint, Liber Iob 28:16)

    (70인역 성경, 욥기 28:16)

  • θὲς τόδε τεῦχος ἐμῆς ἀπὸ κρατὸς ἑ- λοῦς, ἵνα πατρὶ γόους νυχίους ἐπορθροβοάσω, ἰαχάν, Αἴ¨δα μέλος, Αἴ¨δα, πάτερ, σοι κατὰ γᾶς ἐνέπω γόους οἷς ἀεὶ τὸ κατ ἦμαρ διέπομαι, κατὰ μὲν φίλαν ὄνυχι τεμνομένα δέραν χέρα τε κρᾶτ ἐπὶ κούριμον τιθεμένα θανάτῳ σῷ. (Euripides, choral, strophe 21)

    (에우리피데스, choral, strophe 21)

  • βοὰν βοὰν δ Ἑλλὰς κελάδησε κἀνοτότυξεν, ἐπὶ δὲ κρατὶ χέρας ἔθηκεν, ὄνυχι δ ἁπαλόχροα γένυν δεῦσε φονίαισι πλαγαῖς. (Euripides, Helen, episode, lyric 1:8)

    (에우리피데스, Helen, episode, lyric 1:8)

  • οὐδὲ γὰρ ταῦτα, ἐπείπερ θανατηφόρα ἐστίν, ἀποκτείνειεν ἄν, εἴ τις ὀλίγον ὅσον ἀκαριαῖον ἀποξύσας αὐτῶν ἄκρῳ τῷ ὄνυχι ἀπογεύσαιτο, ἀλλὰ ἢν μὴ τοσοῦτον ὅσον χρή, καὶ ὅπως καὶ ξὺν οἷς, οὐκ ἂν ἀποθάνοι ὁ προσενεγκάμενος: (Lucian, 127:2)

    (루키아노스, 127:2)

  • "καὶ γὰρ αἱ τέχναι πρῶτον ἀτύπωτα καὶ ἄμορφα πλάττουσιν, εἶθ ὕστερον ἕκαστα τοῖς εἴδεσι διαρθροῦσιν Πολύκλειτος ὁ πλάστης εἶπε χαλεπώτατον εἶναι τοὔργον, ὅταν ἐν ὄνυχι ὁ πηλὸς γένηται. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 2, 10:10)

    (플루타르코스, Quaestiones Convivales, book 2, 10:10)

유의어

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION