- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὄνυξ?

3군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: onyx 고전 발음: [오뉙] 신약 발음: [오뉙]

기본형: ὄνυξ ὄνυχος

형태분석: ὀνυχ (어간) + ς (어미)

  1. 못, 발톱, 발굽, 굽
  2. 줄마노, 황색 대리석
  1. claw, nail, hoof
  2. Anything which resembles a claw or nail, scraping tool
  3. onyx (gem)
  4. a kind of aromatic substance

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ὄνυξ

못이

ὄνυχε

못들이

ὄνυχες

못들이

속격 ὄνυχος

못의

ὀνύχοιν

못들의

ὀνύχων

못들의

여격 ὄνυχι

못에게

ὀνύχοιν

못들에게

ὄνυξι(ν)

못들에게

대격 ὄνυχα

못을

ὄνυχε

못들을

ὄνυχας

못들을

호격 ὄνυξ

못아

ὄνυχε

못들아

ὄνυχες

못들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν. λάβε σεαυτῷ ἡδύσματα, στακτήν, ὄνυχα, χαλβάνην ἡδυσμοῦ καὶ λίβανον διαφανῆ, ἴσον ἴσῳ ἔσται. (Septuagint, Liber Exodus 30:34)

    (70인역 성경, 탈출기 30:34)

  • ἴτ ὦ ξυνῳδοὶ κτύποι, ἴτ ὦ ξυναλγηδόνες, χορὸν τὸν Αἵδας σέβει, διὰ παρῇδος ὄνυχα λευκὸν αἱματοῦτε χρῶτά τε φόνιον: (Euripides, Suppliants, choral, strophe 32)

    (에우리피데스, Suppliants, choral, strophe 32)

  • στένει δὲ καί τις ἀμφὶ τὸν εὔροον Εὐρώταν Λάκαινα πολυδάκρυτος ἐν δόμοις κόρα, πολιάν τ ἐπὶ κρᾶτα μάτηρ τέκνων θανόντων τίθεται χέρα δρύπτεται παρειάν, δίαιμον ὄνυχα τιθεμένα σπαραγμοῖς. (Euripides, Hecuba, choral, epode2)

    (에우리피데스, Hecuba, choral, epode2)

  • ἐγὼ δ ἐς οἴκους βᾶσα βοστρύχους τεμῶ πέπλων τε λευκῶν μέλανας ἀνταλλάξομαι παρῇδί τ ὄνυχα φόνιον ἐμβαλῶ χροός. (Euripides, Helen, episode, dialogue 18:18)

    (에우리피데스, Helen, episode, dialogue 18:18)

  • κατάρχομαι στεναγμόν, ὦ Πελασγία, τιθεῖσα λευκὸν ὄνυχα διὰ παρηίδων, αἱματηρὸν ἄταν, κτύπον τε κρατός, ὃν ἔλαχ ἁ κατὰ χθονὸς νερτέρων Περσέφασσα καλλίπαις θεά. (Euripides, choral, strophe 11)

    (에우리피데스, choral, strophe 11)

유의어

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION