Ancient Greek-English Dictionary Language

ὀνομαστός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ὀνομαστός

Structure: ὀνομαστ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: o)noma/zw

Sense

  1. Named; To be named
  2. Famous; of note
  3. Of things, notable

Examples

  • διηγήσεισ ἀνδρῶν ὀνομαστῶν συντηρήσει καὶ ἐν στροφαῖσ παραβολῶν συνεισελεύσεται. (Septuagint, Liber Sirach 39:2)
  • Πλάτων δὲ τῶν μεγάλων δοκούντων καὶ ὀνομαστῶν Ἀθήνησι μόνον ἄξιον λόγου τοῦτον ἀποφαίνει τὸν ἄνδρα· (Plutarch, , chapter 25 6:3)
  • τούτου δ’ αἴτιον τὸ πατέρων τε ὀνομαστῶν ἀμφοτέρουσ ὑμᾶσ εἶναι καὶ αὐτοὺσ ἐπιφανεῖσ. (Xenophon, Works on Socrates, , chapter 8 8:2)
  • τιμὴ μεγάλη ἢ ἔργον, καὶ ὀλίγων μὲν πρακτικόν, μεγάλων δὲ καὶ ὀνομαστῶν. (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 4 87:1)
  • χάριν οὖν μοι εἴσῃ ἐάν σοι ἀνδρόσ, μᾶλλον δὲ ἀνδρῶν ὀνομαστῶν τῆσ διανοίασ τὴν ἀλήθειαν ἀποκεκρυμμένην συνεξερευνήσωμαι αὐτῶν; (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 84:6)

Synonyms

  1. Named

  2. Famous

  3. Of things

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION