Ancient Greek-English Dictionary Language

ὀνομαστός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ὀνομαστός

Structure: ὀνομαστ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: o)noma/zw

Sense

  1. Named; To be named
  2. Famous; of note
  3. Of things, notable

Examples

  • τόδε γε μὴν πῶσ οὐ σαφῶσ πρὸσ τὸ γενναῖον ἔγνω, ὅτι ἁρ́ματι μὲν νικήσασ τοὺσ ἰδιώτασ οὐδὲν ὀνομαστότεροσ ἂν εἰή γένοιτο, εἰ δὲ φίλην μὲν πάντων μάλιστα τὴν πόλιν ἔχοι, πλείστουσ δὲ φίλουσ καὶ ἀρίστουσ ἀνὰ πᾶσαν τὴν γῆν κεκτῇτο, νικῴη δὲ τὴν μὲν πατρίδα καὶ τοὺσ ἑταίρουσ εὐεργετῶν, τοὺσ δὲ ἀντιπάλουσ τιμωρούμενοσ, ὅτι οὕτωσ ἂν εἰή νικηφόροσ τῶν καλλίστων καὶ μεγαλοπρεπεστάτων ἀγωνισμάτων καὶ ὀνομαστότατοσ καὶ ζῶν καὶ τελευτήσασ γένοιτ’ ἄν; (Xenophon, Minor Works, , chapter 9 8:1)

Synonyms

  1. Named

  2. Famous

  3. Of things

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION