헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

οἰκοδομικός

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: οἰκοδομικός οἰκοδομική οἰκοδομικόν

형태분석: οἰκοδομικ (어간) + ος (어미)

어원: oi)kodo/mos

  1. practised or skilful in building, the art of building, architecture

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 οἰκοδομικός

(이)가

οἰκοδομική

(이)가

οἰκοδομικόν

(것)가

속격 οἰκοδομικοῦ

(이)의

οἰκοδομικῆς

(이)의

οἰκοδομικοῦ

(것)의

여격 οἰκοδομικῷ

(이)에게

οἰκοδομικῇ

(이)에게

οἰκοδομικῷ

(것)에게

대격 οἰκοδομικόν

(이)를

οἰκοδομικήν

(이)를

οἰκοδομικόν

(것)를

호격 οἰκοδομικέ

(이)야

οἰκοδομική

(이)야

οἰκοδομικόν

(것)야

쌍수주/대/호 οἰκοδομικώ

(이)들이

οἰκοδομικᾱ́

(이)들이

οἰκοδομικώ

(것)들이

속/여 οἰκοδομικοῖν

(이)들의

οἰκοδομικαῖν

(이)들의

οἰκοδομικοῖν

(것)들의

복수주격 οἰκοδομικοί

(이)들이

οἰκοδομικαί

(이)들이

οἰκοδομικά

(것)들이

속격 οἰκοδομικῶν

(이)들의

οἰκοδομικῶν

(이)들의

οἰκοδομικῶν

(것)들의

여격 οἰκοδομικοῖς

(이)들에게

οἰκοδομικαῖς

(이)들에게

οἰκοδομικοῖς

(것)들에게

대격 οἰκοδομικούς

(이)들을

οἰκοδομικᾱ́ς

(이)들을

οἰκοδομικά

(것)들을

호격 οἰκοδομικοί

(이)들아

οἰκοδομικαί

(이)들아

οἰκοδομικά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ εἰ τοίνυν με ἔροιο τὴν οἰκοδομικήν, ἐπιστήμην οὖσαν τοῦ οἰκοδομεῖν, τί φημι ἔργον ἀπεργάζεσθαι, εἴποιμ’ ἂν ὅτι οἰκήσεισ· (Plato, Alcibiades 1, Alcibiades 2, Hipparchus, Lovers, Theages, Charmides, Laches, Lysis, 255:1)

    (플라톤, Alcibiades 1, Alcibiades 2, Hipparchus, Lovers, Theages, Charmides, Laches, Lysis, 255:1)

  • οὐ γὰρ ἵνα ὄψιν ἔχωσιν ὁρῶσι τὰ ζῷα ἀλλ’ ὅπωσ ὁρῶσιν ὄψιν ἔχουσιν, ὁμοίωσ δὲ καὶ οἰκοδομικὴν ἵνα οἰκοδομῶσι καὶ τὴν θεωρητικὴν ἵνα θεωρῶσιν· (Aristotle, Metaphysics, Book 9 92:1)

    (아리스토텔레스, 형이상학, Book 9 92:1)

  • εἰ οὖν παρεκαλοῦμεν ἀλλήλουσ, ὦ Καλλίκλεισ, δημοσίᾳ πράξοντεσ τῶν πολιτικῶν πραγμάτων ἐπὶ τὰ οἰκοδομικά, ἢ τειχῶν ἢ νεωρίων ἢ ἱερῶν ἐπὶ τὰ μέγιστα οἰκοδομήματα, πότερον ἔδει ἂν ἡμᾶσ σκέψασθαι ἡμᾶσ αὐτοὺσ καὶ ἐξετάσαι πρῶτον μὲν εἰ ἐπιστάμεθα τὴν τέχνην ἢ οὐκ ἐπιστάμεθα, τὴν οἰκοδομικήν, καὶ παρὰ τοῦ ἐμάθομεν; (Plato, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 409:2)

    (플라톤, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 409:2)

  • ἀλλ̓ οἱ μέν τινεσ περὶ γεωργίαν πραγματεύονται, οἱ δὲ περὶ ἐμπορίαν, οἱ δ̓ ἐπὶ στρατείαν ὁρμῶσιν, οἱ δ̓ ἐπ̓ ἰατρικήν, οἱ δὲ οἰκοδομικὴν ἢ ναυπηγικὴν ἐκμανθάνουσιν, οἱ δὲ κιθαρίζειν ἢ αὐλεῖν ἢ σκυτοτομεῖν ἢ παλαίειν, οἱ δὲ ὅπωσ δεινοὶ δόξουσι περὶ τὸ εἰπεῖν ἐν δήμῳ ἢ δικαστηρίῳ τὴν πᾶσαν σπουδὴν ἔχουσιν, οἱ δὲ ὅπωσ ἰσχυροὶ ἔσονται τὰ σώματα. (Dio, Chrysostom, Orationes, 4:2)

    (디오, 크리소토모스, 연설 (2), 4:2)

유의어

  1. practised or skilful in building

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION