Ancient Greek-English Dictionary Language

νικηφόρος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: νικηφόρος

Structure: νικηφορ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: fe/rw

Sense

  1. bringing victory
  2. bearing off the prize, conquering, victorious

Examples

  • φέρ’, οἱᾶ δὴ χω καὶ δόμοι κεύθουσί μου κόμησ ἀγάλματ’ ἐξενέγκωμαι, φίλαι, στέψω τ’ ἀδελφοῦ κρᾶτα τοῦ νικηφόρου. (Euripides, choral, strophe 1:2)
  • ὦ καλλίνικε, πατρὸσ ἐκ νικηφόρου γεγώσ, Ὀρέστα, τῆσ ὑπ’ Ἰλίῳ μάχησ, δέξαι κόμησ σῆσ βοστρύχων ἀνδήματα. (Euripides, episode1)
  • καὶ νικηφόρου δώρου τύχοιτε πατρίδα τ’ ἐξίκοισθε γῆν. (Euripides, Iphigenia in Aulis, episode, dialogue14)
  • αὗται δ’ ἔχουσι μοῖραν οὐκ εὐπέμπελον, καὶ μὴ τυχοῦσαι πράγματοσ νικηφόρου, χώρᾳ μεταῦθισ ἰὸσ ἐκ φρονημάτων πέδοι πεσὼν ἄφερτοσ αἰανὴσ νόσοσ. (Aeschylus, Eumenides, episode 3:5)
  • ἢ, καθάπερ Διονύσιόσ φησιν, Ἀσκανίῳ τῷ Αἰνείου παραταττομένῳ πρὸσ Μεζέντιον ἀστραπῆσ ἐν ἀριστερᾷ νικηφόρου γενομένησ οἰωνισάμενοισ καὶ πρὸσ τὸ λοιπὸν οὕτω παραφυλάττουσιν; (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 785)

Synonyms

  1. bringing victory

  2. bearing off the prize

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION