Ancient Greek-English Dictionary Language

νησιωτικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: νησιωτικός νησιωτική νησιωτικόν

Structure: νησιωτικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from nhsiw/ths

Sense

  1. of or from an island, island, insular situation

Examples

  • οἱο͂ν τὰ νησιωτικὰ ταυτὶ ξενύδρια, ἐν προσφάτοισ ἰχθυδίοισ τεθραμμένα καὶ παντοδαποῖσ, τοῖσ ἁλμίοισ μὲν οὐ πάνυ ἁλίσκετ’, ἀλλ’ οὕτω παρέργωσ ἅπτεται· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 9 2:13)
  • καὶ ἡ Μήλου καὶ Σκιώνησ ἅλωσισ, νησιωτικά τι προσέβαλεν ἢ ἐσ τὸ ξύμπαν Ἑλληνικὸν μέγαν τὸν παράλογον παρέσχε. (Arrian, Anabasis, book 1, chapter 9 5:5)
  • τὰ δὲ νησιωτικὰ ἔθνεα τὰ ἐκ τῆσ Ἐρυθρῆσ θαλάσσησ ἑπόμενα, νήσων δὲ ἐν τῇσι τοὺσ ἀνασπάστουσ καλεομένουσ κατοικίζει βασιλεύσ, ἀγχοτάτω τῶν Μηδικῶν εἶχον ἐσθῆτά τε καὶ ὅπλα. (Herodotus, The Histories, book 7, chapter 80 2:1)

Synonyms

  1. of or from an island

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION