Ancient Greek-English Dictionary Language

ναυτικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ναυτικός ναυτική ναυτικόν

Structure: ναυτικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: nau/ths

Sense

  1. seafaring, naval, of ships, among the seamen, a navy, fleet
  2. skilled in seamanship, nautical, a naval power
  3. navigation, seamanship, naval affairs naval power
  4. money borrowed or lent on bottomry

Examples

  • μέμνημαι γὰρ ὡσ πρῴην ἐδικάσατο περὶ συμβολαίου ναυτικοῦ· (Lucian, Dialogi meretricii, 2:5)
  • ἀλλ’ οὑτοσὶ γάρ ἐστι περὶ τοῦ ναυτικοῦ ὁ χρησμόσ, ᾧ σε δεῖ προσέχειν τὸν νοῦν πάνυ. (Aristotle, Episode 2:4)
  • οἳ δὲ ὑποκρίνονται ὅτι κατὰ ζήτησιν Νεάρχου τε καὶ τοῦ στρατοῦ τοῦ ναυτικοῦ. (Arrian, Indica, chapter 34 10:3)
  • "ἐγώ σε, ὦ Νέαρχε, οὐκέτι ἐθέλω τὸ πρίσω οὔτ̓ ὦν κινδυνεύειν οὔτε ταλαιπωρέεσθαι, ἀλλὰ ἄλλοσ γὰρ τοῦ ναυτικοῦ ἐξηγήσεται τὸ ἀπὸ τοῦδε, ἔστε καταστῆσαι αὐτὸ ἐσ Σοῦσα. (Arrian, Indica, chapter 36 4:1)
  • ἔνθα καὶ χρυσέῳ στεφάνῳ στεφανοῦνται ται ἐξ Ἀλεξάνδρου Νέαρχόσ τε καὶ Λεόννατοσ, Νέαρχοσ μὲν ἐπὶ τοῦ ναυτικοῦ τῇ σωτηρίῃ, Λεόννατοσ δὲ ἐπὶ τῇ νίκῃ, ἥν Ὠρείτασ τε ἐνίκησε καὶ τοὺσ Ὠρείτῃσι προσοικέοντασ βαρβάρουσ. (Arrian, Indica, chapter 42 9:1)

Related

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION