Ancient Greek-English Dictionary Language

ναυτικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ναυτικός ναυτική ναυτικόν

Structure: ναυτικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: nau/ths

Sense

  1. seafaring, naval, of ships, among the seamen, a navy, fleet
  2. skilled in seamanship, nautical, a naval power
  3. navigation, seamanship, naval affairs naval power
  4. money borrowed or lent on bottomry

Examples

  • τότε δὴ ὁ μὲν ναυτικὸσ στρατὸσ ἄλλοσ ἄλλῃ, ὅσοι μὴ μετέωροι ἑάλωσαν, κατενεχθέντεσ ἐξέπεσον ἐσ τὸ στρατόπεδον. (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 26 6:2)
  • ἀποδεξαμένων δὲ τῶν ἀρίστων καὶ χειροτονεῖν κελευόντων ἐθορύβησεν ὁ ναυτικὸσ ὄχλοσ καὶ βάναυσοσ, ἀχθόμενοσ ἐκπίπτοντι τῆσ ναυαρχίασ τῷ Ἡρακλείδῃ, καὶ νομίζων αὐτόν, εἰ καὶ τἆλλα μηδενὸσ ἄξιόσ ἐστι, δημοτικώτερόν γε πάντωσ εἶναι τοῦ Δίωνοσ καὶ μᾶλλον ὑπὸ χεῖρα τοῖσ πολλοῖσ. (Plutarch, Dion, chapter 48 2:1)
  • ναυτικὸσ στρατὸσ κακωθεὶσ πεζὸν ὤλεσε στρατόν. (Aeschylus, Persians, episode, trochees 1:19)
  • δηλώσει δὲ ἡ τῶν συμμάχων ἔχθρα, ὅταν πρῶτον ἡμῖν καὶ Λακεδαιμονίοισ γένηται ναυτικὸσ πόλεμοσ. (Andocides, Speeches, 20:3)
  • ὁ δὲ ναυτικὸσ στρατὸσ παρέπλει αὐτῷ ἐκ Φοινίκησ ὡσ ἐπ̓ Αἴγυπτον· (Arrian, Anabasis, book 3, chapter 1 1:2)

Related

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION