Ancient Greek-English Dictionary Language

ναυτικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ναυτικός ναυτική ναυτικόν

Structure: ναυτικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: nau/ths

Sense

  1. seafaring, naval, of ships, among the seamen, a navy, fleet
  2. skilled in seamanship, nautical, a naval power
  3. navigation, seamanship, naval affairs naval power
  4. money borrowed or lent on bottomry

Examples

  • τὰ δὲ παρ’ ἀμφοτέρων ὁμολογηθέντα τῶν συντιθεμένων, καὶ περὶ ὧν συγγραφαὶ κεῖνται ναυτικαί, τέλοσ ἔχειν ἅπαντεσ νομίζουσιν, καὶ χρῆσθαι προσήκει τοῖσ γεγραμμένοισ. (Demosthenes, Speeches 31-40, 43:2)
  • καὶ Ῥοδίων οὐ δυνηθέντων διαπλεῦσαι θαλασσοκρατοῦντοσ τοῦ Μιθριδάτου, Αεύκολλον, ἄνδρα Ῥωμαῖον περιφανῆ καὶ τοῦδε τοῦ πολέμου στρατηγὸν ἐπὶ Σύλλᾳ γενόμενον, ἐκέλευεν ἐσ Ἀλεξάνδρειαν καὶ Συρίαν λαθόντα διαπλεῦσαι, παρά τε τῶν βασιλέων καὶ πόλεων, ὅσαι ναυτικαί, στόλον τινὰ ἀγείραντα τὸ Ῥοδίων ναυτικὸν παραπέμψαι. (Appian, The Foreign Wars, chapter 5 6:4)
  • ἡ μὲν γὰρ σοφίᾳ νικᾶν ἔδωκε τῇ πόλει, ὁ δὲ ταῖσ ναυμαχίαισ οὐ μόνον τοὺσ ἀνταγωνιστὰσ νικᾶν, ἀλλὰ καὶ τοὺσ τῶν αὐτῶν μετασχόντασ, οἶμαι δὲ καὶ οἷσ ὅλωσ ἀγῶνεσ καὶ νῖκαι ναυτικαὶ γεγόνασιν. (Aristides, Aelius, Orationes, 16:11)

Related

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION