Ancient Greek-English Dictionary Language

μυστικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μυστικός μυστική μυστικόν

Structure: μυστικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from mu/sths

Sense

  1. secret, mystic

Examples

  • "περὶ μὲν οὖν τῶν μυστικῶν, ἐν οἷσ τὰσ μεγίστασ ἐμφάσεισ καὶ διαφάσεισ λαβεῖν ἔστι τῆσ περὶ δαιμόνων ἀληθείασ, εὔστομά μοι κείσθω καθ’ Ἡρόδοτον· (Plutarch, De defectu oraculorum, section 141)
  • ἡ δὲ Ὀλυμπιὰσ μᾶλλον ἑτέρων ζηλώσασα τὰσ κατοχάσ καὶ τοὺσ ἐνθουσιασμοὺσ ἐξάγουσα βαρβαρικώτερον ὄφεισ μεγάλουσ χειροήθεισ ἐφείλκετο τοῖσ θιάσοισ, οἳ πολλάκισ ἐκ τοῦ κιττοῦ καὶ τῶν μυστικῶν λίκνων παραναδυόμενοι καὶ περιελιττόμενοι τοῖσ θύρσοισ τῶν γυναικῶν καὶ τοῖσ στεφάνοισ ἐξέπληττον τοὺσ ἄνδρασ. (Plutarch, Alexander, chapter 2 6:1)
  • αἰνῶ δὲ τομὴν ξύλου καὶ σχίσιν λίνου καὶ χοὰσ χεομένασ διὰ τὸ πολλὰ τῶν μυστικῶν ἀναμεμῖχθαι τούτοισ. (Plutarch, De Iside et Osiride, section 214)
  • Ὀρφέα μὲν γὰρ τῶν μυστικῶν τελετῶν τὰ πλεῖστα καὶ τὰ περὶ τὴν ἑαυτοῦ πλάνην ὀργιαζόμενα καὶ τὴν τῶν ἐν ᾅδου μυθοποιίαν ἀπενέγκασθαι. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 1, chapter 96 4:1)

Synonyms

  1. secret

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION