Ancient Greek-English Dictionary Language

μυστικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μυστικός μυστική μυστικόν

Structure: μυστικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from mu/sths

Sense

  1. secret, mystic

Examples

  • περιττοὺσ γὰρ ὄντασ κατὰ τὴν ἐπιστήμην τῶν οὐρανίων, μυστικοὺσ δὲ καὶ δυσμεταδότουσ, τῷ χρόνῳ καὶ ταῖσ θεραπείαισ ἐξελιπάρησαν ὥστε τινὰ τῶν θεωρημάτων ἱστορῆσαι· (Strabo, Geography, book 17, chapter 1 57:8)

Synonyms

  1. secret

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION