Ancient Greek-English Dictionary Language

μυστικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μυστικός μυστική μυστικόν

Structure: μυστικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from mu/sths

Sense

  1. secret, mystic

Examples

  • πολλάκισ δὲ ἐν τῇ δᾳδουχίᾳ καὶ τοῖσ μυστικοῖσ σκιρτήμασιν γυμνωθεὶσ ὁ μηρὸσ αὐτοῦ ἐξεπίτηδεσ χρυσοῦσ διεφάνη, δέρματοσ ὡσ εἰκὸσ ἐπιχρύσου περιτεθέντοσ καὶ πρὸσ τὴν αὐγὴν τῶν λαμπάδων ἀποστίλβοντοσ. (Lucian, Alexander, (no name) 40:1)
  • ὅσα τε μυστικοῖσ ἱεροῖσ περικαλυπτόμενα καὶ τελεταῖσ ἄρρητα διασῴζεται καὶ ἀθέατα πρὸσ τοὺσ πολλούσ, ὅμοιον ἔχει λόγον. (Plutarch, De Iside et Osiride, section 25 5:2)

Synonyms

  1. secret

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION