Ancient Greek-English Dictionary Language

μυστικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μυστικός μυστική μυστικόν

Structure: μυστικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from mu/sths

Sense

  1. secret, mystic

Examples

  • τελετάσ τε καλοῦμεν τὰσ ἔτι μείζουσ καὶ μετά τινοσ μυστικῆσ παραδόσεωσ ἑορτὰσ τῶν εἰσ αὐτὰσ δαπανημάτων ἕνεκα, τελεῖν γὰρ τὸ δαπανᾶν, καὶ πολυτελεῖσ οἱ πολλὰ ἀναλίσκοντεσ καὶ εὐτελεῖσ οἱ ὀλίγα. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 125)

Synonyms

  1. secret

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION