Ancient Greek-English Dictionary Language

μισθοφόρος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: μισθοφόρος μισθοφόρον

Structure: μισθοφορ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: fe/rw

Sense

  1. receiving wages or pay, serving for hire, mercenary
  2. mercenaries, manned with mercenaries

Examples

  • ὁρῶν δὲ τοὺσ ὑπηρέτασ ὁ Δαμοχάρησ οὐ τολμῶντασ ἅψασθαι τοῦ Ἄγιδοσ, ὁμοίωσ δὲ καὶ τῶν μισθοφόρων τοὺσ παρεστῶτασ ἀποστρεφομένουσ καὶ φεύγοντασ τὸ ἔργον, ὡσ οὐ θεμιτὸν οὐδὲ νενομισμένον βασιλέωσ σώματι τὰσ χεῖρασ προσφέρειν, διαπειλησάμενοσ αὐτοῖσ καὶ λοιδορηθεὶσ εἷλκεν αὐτὸσ εἰσ τὸ οἴκημα τὸν Ἆγιν. (Plutarch, Agis, chapter 19 6:2)
  • ἤδη γὰρ ἂν εἰή μισθοφόρων ἁρπαξιβίων σκηνὴ στρατιωτῶν. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 74)
  • καὶ πάθοσ τοῦτο μέγα διὰ πολλοῦ χρόνου συνέπεσεν αὐτοῖσ πολλοὺσ γὰρ ἄνδρασ ἀγαθοὺσ ἀπέβαλον κρατηθέντασ ὑπό τε πελταστῶν ὁπλίτασ καὶ μισθοφόρων Λακεδαιμονίουσ. (Plutarch, Agesilaus, chapter 22 2:3)
  • τότε δὲ συμμίξασ τῷ Τάχῳ παρασκευαζομένῳ πρὸσ τὴν στρατείαν, οὐχ, ὥσπερ ἤλπιζεν, ἁπάσησ στρατηγὸσ ἀπεδείχθη τῆσ δυνάμεωσ, ἀλλὰ τῶν μισθοφόρων μόνων, τὸν δὲ ναυτικοῦ Χαβρίασ ὁ Ἀθηναῖοσ· (Plutarch, Agesilaus, chapter 37 1:1)
  • ὁ μέν οὖν Τάχωσ ἐρημωθεὶσ τῶν μισθοφόρων ἔφυγεν, ἐκ δὲ Μένδητοσ ἕτεροσ ἐπανίσταται τῷ Νεκτανάβιδι βασιλεὺσ ἀναγορευθείσ· (Plutarch, Agesilaus, chapter 38 1:1)
  • ταυτηνδὶ λαβὼν τὴν πτέρυγα καὶ τουτὶ τὸ πλῆκτρον θἀτέρᾳ, νομίσασ ἀλεκτρυόνοσ ἔχειν τονδὶ λόφον, φρούρει στρατεύου μισθοφορῶν σαυτὸν τρέφε, τὸν πατέρ ἐά ζῆν· (Aristophanes, Birds, Episode, lyric20)

Synonyms

  1. receiving wages or pay

  2. mercenaries

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION