Ancient Greek-English Dictionary Language

μισθοφόρος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: μισθοφόρος μισθοφόρον

Structure: μισθοφορ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: fe/rw

Sense

  1. receiving wages or pay, serving for hire, mercenary
  2. mercenaries, manned with mercenaries

Examples

  • οὐ γὰρ ἠξίουν ἄνδρα τῆσ Ἑλλάδοσ ἄριστον κεκριμένον καὶ δόξησ ἐμπεπληκότα τὴν οἰκουμένην, ἀποστάτῃ βασιλέωσ, ἀνθρώπῳ βαρβάρῳ, χρῆσαι τὸ σῶμα καὶ τοὔνομα καὶ τὴν δόξαν ἀποδόσθαι χρημάτων, ἔργα μισθοφόρου καὶ ξεναγοῦ διαπραττόμενον. (Plutarch, Agesilaus, chapter 36 1:2)
  • ἐκ τούτου μεταπέμπεται μὲν ἡ γυνὴ τὸν Βρέττιον καὶ γνωρίζει τὸν ἀδελφὸν αὐτῷ ταχὺ δὲ συμπράττων τὴν ἐπιθυμίαν ἐκεῖνοσ καὶ μᾶλλον ἢ πρότερον εὔνουν καὶ χειροήθη τῷ βαρβάρῳ παρέχειν δοκῶν τὴν ἀδελφήν, ἔσχε πιστῶσ, ὥστε μὴ χαλεπῶσ ἐρῶντοσ ἀνθρώπου μισθοφόρου μεταστῆσαι διάνοιαν ἐπ’ ἐλπίσι δωρεῶν μεγάλων, ἃσ ἐπηγγέλλετο παρέξειν αὐτῷ τὸν Φάβιον. (Plutarch, Fabius Maximus, chapter 21 3:1)
  • τὸ τελευταῖον δὲ νυνὶ κἂν φύλακασ κατέστησαν ὑμᾶσ ἐκείνου διὰ τοῦ προβουλεύματοσ τούτου, εἰ μὴ τὴν γραφὴν ἐποιησάμεθ’ ἡμεῖσ ταυτηνί, καὶ τὸ τοῦ μισθοφόρου καὶ θεραπεύοντοσ ἐκεῖνον ἔργον ἡ πόλισ ἂν διεπράττετο, ἐφρούρει Χαρίδημον. (Demosthenes, Speeches 21-30, 265:1)
  • ὅτῳ δ’ ἀρκεῖ ἐν μισθοφόρου χώρᾳ εἶναι, καταμενέτω ἐν τοῖσ ὑπηρετικοῖσ ὅπλοισ. (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 1 22:5)

Synonyms

  1. receiving wages or pay

  2. mercenaries

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION