μεταβολή
1군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
μεταβολή
형태분석:
μεταβολ
(어간)
+
η
(어미)
뜻
- 변화, 전환, 거스름돈
- 교환, 교류, 거스름돈, 잔돈
- 변화, 전환, 거스름돈, 변환, 변동, 전화, 잔돈, 우수리, 변경, 변천
- 식, 월식
- 혁명, 변화, 순환
- a change, changing
- exchange, barter, traffic
- a transition, change, changes, vicissitudes, change from, change to . ., going over, change to
- an eclipse
- change, a revolution
- a wheeling about
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ οὐ καθ’ ἓν ἴσωσ τοῦτο μόνον ἐπαινεῖν τὸν παρόντα χρόνον καὶ τοὺσ συμφιλοσοφοῦντασ ἀνθρώπουσ ἄξιον, ὅτι τὰ κρείττω τιμιώτερα ποιεῖν τῶν χειρόνων ἤρξαντο καίτοι μέροσ γε τοῦ παντὸσ ἥμισυ ἀρχὴ λέγεταί τε καὶ ἔστιν, ἀλλ’ ὅτι καὶ ταχεῖαν τὴν μεταβολὴν καὶ μεγάλην τὴν ἐπίδοσιν αὐτῶν παρεσκεύασε γενέσθαι. (Dionysius of Halicarnassus, De antiquis oratoribus, chapter 23)
(디오니시오스, De antiquis oratoribus, chapter 23)
- καὶ ἐῴκει ἡ Ἀδράστεια τότε κατόπιν ἐφεστῶσά σοι εὐδοκιμοῦντι ἐφ̓ οἷσ κατηγόρεισ τῶν ἄλλων, καταγελᾶν ὡσ ἂν θεὸσ εἰδυῖα τὴν μέλλουσάν σοι ἐσ τὰ ὅμοια μεταβολὴν καὶ ὅτι οὐκ εἰσ τὸν κόλπον πτύσασ πρότερον ἠξίουσ κατηγορεῖν τῶν διὰ ποικίλασ τινὰσ τύχασ τοιαῦτα πράττειν ὑπομενόντων. (Lucian, Apologia 16:2)
(루키아노스, Apologia 16:2)
- γυμνασίων γάρ τὸ κάλλιστόν τε ἅμα καὶ εὐρυθμότατον τοῦτο φαίην ἂν ἔγωγε εἶναι, μαλάττον μὲν τὸ σῶμα καὶ κάμπτον καὶ κουφίζον καὶ εὐχερὲσ εἶναι πρὸσ μεταβολὴν διδάσκον, ἰσχύν τε οὐ μικρὰν περιποιοῦν τοῖσ σώμασιν. (Lucian, De saltatione, (no name) 71:4)
(루키아노스, De saltatione, (no name) 71:4)
- ἀλλὰ νῦν οὐκ οἶδ’ ὅπωσ ἀθρόαν πεποίησαι τὴν μεταβολὴν ἐπιδαψιλευόμενοσ καὶ ἐκ τοῦ τέωσ φειδομένου ἄσωτοσ ἐν τοῖσ ἐπαίνοισ ἀναπέφηνασ. (Lucian, Pro imaginibus, (no name) 14:3)
(루키아노스, Pro imaginibus, (no name) 14:3)
- πᾶσάν τε μεταβολὴν ἁρμοδιώτατον καὶ πρὸσ τὸ ἥκιστα κατὰ νώτου ἢ πλαγίουσ ἁλίσκεσθαι ἀσφαλέστατον. (Arrian, chapter 16 6:1)
(아리아노스, chapter 16 6:1)
유의어
-
변화
- ἀλλαγή (변화, 전환)
- μετάστασις (변화, 전환, 거스름돈)
- μεταλλαγή (a change from)
- μετάθεσις (a power of changing)
- μετάπτωσις (변화, 전환, 거스름돈)
- ἀμοιβή (변화, 교류, 거스름돈)
- ἀλλοίωσις (변화, 전환, 변경)
- ἐκδιαίτησις (change of habits)
- κίνησις (혁명, 변화, 순환)
- μετάβασις (혁명, 변화, 순환)
-
교환
-
식
-
혁명
- κίνησις (혁명, 변화, 순환)
- μετάβασις (혁명, 변화, 순환)
- περιήλυσις (혁명, 순환)
- μετάστασις (혁명, 순환, 회전)
- μετάστασις (변화, 전환, 거스름돈)
- μεταλλαγή (a change from)
- ἀλλαγή (변화, 전환)
-
a wheeling about