- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μέθυσος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: methysos 고전 발음: [메튀소] 신약 발음: [매튀소]

기본형: μέθυσος μέθυση μέθυσον

형태분석: μεθυς (어간) + ος (어미)

어원: μεθύω

  1. 술 취한
  1. drunken

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 μέθυσος

술 취한 (이)가

μεθύση

술 취한 (이)가

μέθυσον

술 취한 (것)가

속격 μεθύσου

술 취한 (이)의

μεθύσης

술 취한 (이)의

μεθύσου

술 취한 (것)의

여격 μεθύσῳ

술 취한 (이)에게

μεθύσῃ

술 취한 (이)에게

μεθύσῳ

술 취한 (것)에게

대격 μέθυσον

술 취한 (이)를

μεθύσην

술 취한 (이)를

μέθυσον

술 취한 (것)를

호격 μέθυσε

술 취한 (이)야

μεθύση

술 취한 (이)야

μέθυσον

술 취한 (것)야

쌍수주/대/호 μεθύσω

술 취한 (이)들이

μεθύσα

술 취한 (이)들이

μεθύσω

술 취한 (것)들이

속/여 μεθύσοιν

술 취한 (이)들의

μεθύσαιν

술 취한 (이)들의

μεθύσοιν

술 취한 (것)들의

복수주격 μέθυσοι

술 취한 (이)들이

μέθυσαι

술 취한 (이)들이

μέθυσα

술 취한 (것)들이

속격 μεθύσων

술 취한 (이)들의

μεθυσῶν

술 취한 (이)들의

μεθύσων

술 취한 (것)들의

여격 μεθύσοις

술 취한 (이)들에게

μεθύσαις

술 취한 (이)들에게

μεθύσοις

술 취한 (것)들에게

대격 μεθύσους

술 취한 (이)들을

μεθύσας

술 취한 (이)들을

μέθυσα

술 취한 (것)들을

호격 μέθυσοι

술 취한 (이)들아

μέθυσαι

술 취한 (이)들아

μέθυσα

술 취한 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 μέθυσος

μεθύσου

술 취한 (이)의

μεθυσώτερος

μεθυσωτέρου

더 술 취한 (이)의

μεθυσώτατος

μεθυσωτάτου

가장 술 취한 (이)의

부사 μεθύσως

μεθυσώτερον

μεθυσώτατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • μεθύσω τὰ βέλη μου ἀφ᾿ αἵματος, καὶ ἡ μάχαιρά μου φάγεται κρέα, ἀφ᾿ αἵματος τραυματιῶν καὶ αἰχμαλωσίας, ἀπὸ κεφαλῆς ἀρχόντων ἐχθρῶν. (Septuagint, Liber Deuteronomii 32:42)

    (70인역 성경, 신명기 32:42)

  • τοὺς αὔλακας αὐτῆς μέθυσον, πλήθυνον τὰ γεννήματα αὐτῆς, ἐν ταῖς σταγόσιν αὐτῆς εὐφρανθήσεται ἀνατέλλουσα. (Septuagint, Liber Psalmorum 64:11)

    (70인역 성경, 시편 64:11)

  • πᾶς γὰρ μέθυσος καὶ πορνοκόπος πτωχεύσει, καὶ ἐνδύσεται διερρηγμένα καὶ ρακώδη πᾶς ὑπνώδης. (Septuagint, Liber Proverbiorum 23:21)

    (70인역 성경, 잠언 23:21)

  • ἄκανθαι φύονται ἐν χειρὶ μεθύσου, δουλεία δὲ ἐν χειρὶ τῶν ἀφρόνων. (Septuagint, Liber Proverbiorum 26:9)

    (70인역 성경, 잠언 26:9)

  • ΕΡΓΑΤΗΣ μέθυσος οὐ πλουτισθήσεται. ὁ ἐξουθενῶν τὰ ὀλίγα κατὰ μικρὸν πεσεῖται. (Septuagint, Liber Sirach 19:1)

    (70인역 성경, Liber Sirach 19:1)

  • ὀργὴ μεγάλη γυνὴ μέθυσος καὶ ἀσχημοσύνην αὐτῆς οὐ συγκαλύψει. (Septuagint, Liber Sirach 26:8)

    (70인역 성경, Liber Sirach 26:8)

  • ἐπεὶ τίνα τρόπον μονοφάγος τις ὢν τὸ ἦθος καὶ γαστρίμαργος καὶ μέθυσος μεταπαιδεύεται, εἰ μὴ δῆλον ὅτι κύριός ἐστι τῶν παθῶν ὁ λογισμός; (Septuagint, Liber Maccabees IV 2:7)

    (70인역 성경, Liber Maccabees IV 2:7)

  • οὗτος ὁ τὸ σχῆμα εὐσταλὴς καὶ κόσμιος τὸ βάδισμα καὶ σωφρονικὸς τὴν ἀναβολὴν ἑώθεν μυρία ὅσα περὶ ἀρετῆς διεξιὼν καὶ τῶν ἡδονῇ χαιρόντων κατηγορῶν καὶ τὸ ὀλιγαρκὲς ἐπαινῶν, ἐπειδὴ λουσάμενος ἀφίκοιτο ἐπὶ τὸ δεῖπνον καὶ ὁ παῖς μεγάλην τὴν κύλικα ὀρέξειεν αὐτῷ - τῷ ζωροτέρῳ δὲ χαίρει μάλιστα - καθάπερ τὸ Λήθης ὕδωρ ἐκπιὼν ἐναντιώτατα ἐπιδείκνυται τοῖς ἑωθινοῖς ἐκείνοις λόγοις, προαρπάζων ὥσπερ ἴκτινος τὰ ὄψα καὶ τὸν πλησίον παραγκωνιζόμενος, καρύκης τὸ γένειον ἀνάπλεως, κυνηδὸν ἐμφορούμενος, ἐπικεκυφὼς καθάπερ ἐν ταῖς λοπάσι τὴν ἀρετὴν εὑρήσειν προσδοκῶν, ἀκριβῶς τὰ τρύβλια τῷ λιχανῷ ἀποσμήχων ὡς μηδὲ ὀλίγον τοῦ μυττωτοῦ καταλίποι, μεμψίμοιρος ἀεί, κἂν τὸν πλακοῦντα ὅλον ἢ τὸν σῦν μόνος τῶν ἄλλων λάβῃ,^ ὅ τι περ λιχνείας καὶ ἀπληστίας ὄφελος, μέθυσος καὶ πάροινος οὐκ ἄχρι ᾠδῆς καὶ ὀρχηστύος μόνον, ἀλλὰ καὶ λοιδορίας καὶ ὀργῆς. (Lucian, Timon, (no name) 53:5)

    (루키아노스, Timon, (no name) 53:5)

유의어

  1. 술 취한

관련어

명사

형용사

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION