헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μάτην

; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μάτην

어원: from ma/th

  1. 효과없이, 헛되이, 뜻밖에, 생각없이, 경솔하게, 행운으로
  2. 마구, 우연히, 임의로
  3. 그릇, 부정직하게, 거짓으로
  1. in vain, idly, fruitlessly, in vain, fruitless
  2. at random, without reason
  3. idly, falsely

예문

  • καὶ εἶπεν Ἀχαὰβ πρὸσ Ἠλιού. εἰ εὕρηκάσ με, ὁ ἐχθρόσ μου̣ καὶ εἶπεν. εὕρηκα, διότι μάτην πέπρασαι ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου παροργίσαι αὐτόν. (Septuagint, Liber I Regum 20:20)

    (70인역 성경, 열왕기 상권 20:20)

  • μετὰ δὲ τοῦτον ἦγον τὸν ἕκτον, καὶ μέλλων ἀποθνήσκειν ἔφη. μὴ πλανῶ μάτην, ἡμεῖσ γὰρ δἰ ἑαυτοὺσ ταῦτα πάσχομεν ἁμαρτάνοντεσ εἰσ τὸν ἑαυτῶν Θεόν, διὸ ἄξια θαυμασμοῦ γέγονε. (Septuagint, Liber Maccabees II 7:18)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 7:18)

  • σὺ δέ, ὦ ἀνόσιε καὶ πάντων ἀνθρώπων μιαρώτατε, μὴ μάτην μετεωρίζου φρυαττόμενοσ ἀδήλοισ ἐλπίσιν, ἐπὶ τοὺσ δούλουσ αὐτοῦ ἐπαιρόμενοσ χεῖρα. (Septuagint, Liber Maccabees II 7:34)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 7:34)

  • ὅτι δωρεὰν ἔκρυψάν μοι διαφθορὰν παγίδοσ αὐτῶν, μάτην ὠνείδισαν τὴν ψυχήν μου. (Septuagint, Liber Psalmorum 34:7)

    (70인역 성경, 시편 34:7)

  • μέντοιγε ἐν εἰκόνι διαπορεύεται ἄνθρωποσ, πλὴν μάτην ταράσσεται. θησαυρίζει καὶ οὐ γινώσκει τίνι συνάξει αὐτά. (Septuagint, Liber Psalmorum 38:7)

    (70인역 성경, 시편 38:7)

유의어

  1. 효과없이

  2. 마구

  3. 그릇

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION