Ancient Greek-English Dictionary Language

μακάριος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μακάριος μακαρίᾱ μακάριον

Structure: μακαρι (Stem) + ος (Ending)

Etym.: longer form of ma/kar

Sense

  1. (mostly of men) blessed, happy
  2. (often in Plato as a plural substantive) the rich and better educated
  3. (of the dead)
  4. (of states, qualities, and the like)

Examples

  • πόθεν, ὦ μακάριε, κατ’ εἰρήνην ἐκεῖνοι, οἵ γε ξυμπεσόντεσ ὅλασ ἁμάξασ βλασφημιῶν κατεσκέδασαν ἀλλήλων, κεκραγότεσ καὶ ὑπερδιατεινόμενοι ; (Lucian, Eunuchus, (no name) 2:1)
  • ὦ μακάριε, οὐκ οἶσθα ὅπωσ αὐτοὺσ ἡ ἄγνοια καὶ ἡ ἀπάτη διατεθείκασιν, ὡσ μηδ’ ἂν τρυπάνῳ ἔτι διανοιχθῆναι αὐτοῖσ τὰ ὦτα, τοσούτῳ κηρῷ ἔβυσαν αὐτά, οἱο͂́ν περ ὁ Ὀδυσσεὺσ τοὺσ ἑταίρουσ ἔδρασε δέει τῆσ Σειρήνων ἀκροάσεωσ. (Lucian, Contemplantes, (no name) 21:1)
  • Ὦ μακάριε Ζέφυρε τῆσ θέασ· (Lucian, Dialogi Marini, zephyrus and notus, chapter 45)
  • ἡμεῖσ γάρ, ὦ μακάριε, οὐκ ἐπείπερ οὕτω γυμνὰ τὰ σώματα ἐκπονοῦμεν τῶν νέων, διὰ τοῦτο καὶ ἄνοπλα ἐξάγομεν ἐπὶ τοὺσ κινδύνουσ, ἀλλ’ ἐπειδὰν καθ’ αὑτοὺσ ἄριστοι γένωνται, ἀσκοῦνται τὸ μετὰ τοῦτο σὺν τοῖσ ὅπλοισ, καὶ πολὺ ἄμεινον χρήσαιντ’ ἂν αὐτοῖσ οὕτω διακείμενοι. (Lucian, Anacharsis, (no name) 34:2)
  • τὴν βασιλεῖ συνοῦσαν, ὦ μακάριε, τὴν ἀοίδιμον ταύτην λέγεισ. (Lucian, Imagines, (no name) 10:5)

Synonyms

  1. blessed

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION