- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λυσσάς?

3군 변화 명사; 로마알파벳 전사: lyssas 고전 발음: [뤼사] 신약 발음: [뤼사]

기본형: λυσσάς λυσσάδος

형태분석: λυσσαδ (어간) + ς (어미)

  1. raging mad

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἰὼ Ζεῦ, τὸ σὸν γένος ἄγονον αὐτίκα λυσσάδες ὠμοβρῶτες ἄδικοι Ποιναὶ κακοῖσιν ἐκπετάσουσιν. (Euripides, Heracles, choral, lyric1)

    (에우리피데스, Heracles, choral, lyric1)

  • σὺ δὲ τέκνα τρίγον, ὦ δάιε, τεκόμενος, λυσσάδι συγκατειργάσω μοίρᾳ. (Euripides, Heracles, choral, lyric7)

    (에우리피데스, Heracles, choral, lyric7)

  • εἰς Ξενοφῶντος Σμυρναίου εἰκόνα αὐτὸν ὁρᾶν Ιὄβακχον ἐδόξαμεν, ἡνίκα Ληναῖς ὁ πρέσβυς νεαρῆς ἦρχε χοροιμανίης, καὶ Κάδμου τὰ πάρηβα χορεύματα, καὶ τὸν ἀφ ὕλης ἄγγελον εὐιακῶν ἰχνελάτην θιάσων, καὶ τὴν εὐάζουσαν ἐν αἵματι παιδὸς Ἀγαυὴν λυσσάδα. (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 2891)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 2891)

  • ἀλλ ὅτε δὴ Λοῦσον ποτὶ καλλιρόαν πατὴρ ἵκανεν, ἔνθεν χρόα νιψάμενος φοι- νικο[κραδέμνοι]ο Λατοῦς κίκλ[ῃσκε θύγατρα] βοῶπιν, χεῖρας ἀντείνων πρὸς αὐγὰς ἱππώκεος ἀελίου, τέκνα δυστάνοιο λύσσας πάρφρονος ἐξαγαγεῖν: (Bacchylides, , epinicians, ode 11 7:4)

    (바킬리데스, , epinicians, ode 11 7:4)

  • ἴτε θοαὶ Λύσσας κύνες ἴτ εἰς ὄρος, θίασον ἔνθ ἔχουσι Κάδμου κόραι, ἀνοιστρήσατέ νιν ἐπὶ τὸν ἐν γυναικομίμῳ στολᾷ λυσσώδη κατάσκοπον μαινάδων. (Euripides, choral, strophe 11)

    (에우리피데스, choral, strophe 11)

  • ὁ δὲ κανὼν οὐκ εἴσεται παῖδας οὓς ἔτικτ ἐναίρων, πρὶν ἂν ἐμὰς λύσσας ἀφῇ. (Euripides, Heracles, episode, trochees5)

    (에우리피데스, Heracles, episode, trochees5)

  • μέλεος Ἑλλάς, ἃ τὸν εὐεργέταν ἀποβαλεῖς, ὀλεῖς μανίαισιν Λύσσας χορευθέντ ἐναύλοις. (Euripides, Heracles, choral, lyric3)

    (에우리피데스, Heracles, choral, lyric3)

  • αἰαῖ, δρομάδες ὦ πτεροφόροι ποτνιάδες θεαί, ἀβάκχευτον αἳ θίασον ἐλάχετ ἐν δάκρυσι καὶ γόοις, μελάγχρωτες εὐμενίδες, αἵτε τὸν ταναὸν αἰθέρ ἀμπάλλεσθ, αἵματος τινύμεναι δίκαν, τινύμεναι φόνον, καθικετεύομαι καθικετεύομαι, τὸν Ἀγαμέμνονος γόνον ἐάσατ ἐκλαθέσθαι λύσσας μανιάδος φοιταλέου. (Euripides, choral, strophe 11)

    (에우리피데스, choral, strophe 11)

유의어

  1. raging mad

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION