Ancient Greek-English Dictionary Language

λιπαρός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: λιπαρός λιπαρή λιπαρόν

Structure: λιπαρ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: li/pos

Sense

  1. oily, shiny with oil
  2. oily, greasy
  3. shining, sleek, bright, smooth
  4. rich, comfortable, easy
  5. bright, brilliant, costly, splendid
  6. fat, rich, fruitful

Examples

  • τότε ἔσται ὁ ὑετὸσ τῷ σπέρματι τῆσ γῆσ σου, καὶ ὁ ἄρτοσ τοῦ γεννήματοσ τῆσ γῆσ σου ἔσται πλησμονὴ καὶ λιπαρόσ. καὶ βοσκηθήσεταί σου τὰ κτήνη τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τόπον πίονα καὶ εὐρύχωρον, (Septuagint, Liber Isaiae 30:23)
  • νὴ Δί’ ἐγὼ γοῦν ἐθέλω πλουτῶν εὐωχεῖσθαι μετὰ τῶν παίδων τῆσ τε γυναικόσ, καὶ λουσάμενοσ λιπαρὸσ χωρῶν ἐκ βαλανείου τῶν χειροτεχνῶν καὶ τῆσ Πενίασ καταπαρδεῖν. (Aristophanes, Plutus, Agon, pnigos14)
  • ἀλλ’ οὖν λιπαρόσ γε καὶ εὐανθὴσ ἐν γυμνασίοισ διατρίψεισ, οὐ στωμύλλων κατὰ τὴν ἀγορὰν τριβολεκτράπελ’ οἱᾶ́περ οἱ νῦν, οὐδ’ ἑλκόμενοσ περὶ πραγματίου γλισχραντιλογεξεπιτρίπτου· (Aristophanes, Clouds, Agon, epirrheme 2:2)
  • "ὁ Λαβικανὸσ ἡδὺσ καὶ λιπαρὸσ τῇ γεύσει, μεταξὺ Φαλερίνου καὶ ’ Ἀλβανοῦ· (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 4815)
  • γίνεται δὲ περὶ τὴν Καμπανίασ Κύμην ὁ καλούμενοσ Οὐλβανόσ, κοῦφοσ, πότιμοσ ἀπὸ ἐτῶν πέντε, ὁ Ἀγκωνιτανὸσ χρηστόσ, λιπαρόσ, πο ὁ Βυξεντῖνοσ ἐμφερῶσ ἔχει τῷ Ἀλβανῷ τῷ ὀμφακίᾳ· (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 4820)

Synonyms

  1. oily

  2. shining

  3. bright

  4. fat

Related

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION