- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λιπαρής?

3군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: liparēs 고전 발음: [리빠레:] 신약 발음: [리빠레]

기본형: λιπαρής λιπαρές

형태분석: λιπαρη (어간) + ς (어미)

어원: (어원이 불명확함.): the first syll. seems to be from λι-, λίαν.

  1. 간곡한, 진지한
  1. persisting or persevering, earnest, indefatigable
  2. earnest in begging or praying, importunate, instant in prayer, importunity
  3. earnestly, importunately

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 λιπαρής

간곡한 (이)가

λίπαρες

간곡한 (것)가

속격 λιπαρούς

간곡한 (이)의

λιπάρους

간곡한 (것)의

여격 λιπαρεί

간곡한 (이)에게

λιπάρει

간곡한 (것)에게

대격 λιπαρή

간곡한 (이)를

λίπαρες

간곡한 (것)를

호격 λιπαρές

간곡한 (이)야

λίπαρες

간곡한 (것)야

쌍수주/대/호 λιπαρεί

간곡한 (이)들이

λιπάρει

간곡한 (것)들이

속/여 λιπαροίν

간곡한 (이)들의

λιπάροιν

간곡한 (것)들의

복수주격 λιπαρείς

간곡한 (이)들이

λιπάρη

간곡한 (것)들이

속격 λιπαρών

간곡한 (이)들의

λιπάρων

간곡한 (것)들의

여격 λιπαρέσι(ν)

간곡한 (이)들에게

λιπάρεσι(ν)

간곡한 (것)들에게

대격 λιπαρείς

간곡한 (이)들을

λιπάρη

간곡한 (것)들을

호격 λιπαρείς

간곡한 (이)들아

λιπάρη

간곡한 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τοῦτ οὐκέτ ἂν πύθοιο μηδὲ λιπάρει. (Aeschylus, Prometheus Bound, episode 5:9)

    (아이스킬로스, 결박된 프로메테우스, episode 5:9)

  • εἴ τις ἐστὶν ἐν σοὶ ψυχῆς ἡμέρου καὶ φιλανθρώπου καταλειπομένη μερίς, ἐλέησον, ὦ Οὐετουρία, γυνὴ γυναῖκας κοινωνησάσας ἱερῶν ποτε καὶ ὁσίων, καὶ παραλαβοῦσα μετὰ σεαυτῆς Οὐολουμνίαν τε τὴν ἀγαθὴν γυναῖκα καὶ τοὺς παῖδας αὐτῆς καὶ τὰς ἱκέτιδας ἡμᾶς φερούσας τὰ νήπια ταυτὶ καὶ αὐτὰς γενναίας ἴθι πρὸς τὸν υἱὸν καὶ πεῖθε καὶ λιπάρει καὶ μὴ ἀνῇς δεομένη, μίαν ἀντὶ πολλῶν χάριν αἰτοῦσα παρ αὐτοῦ σπείσασθαι πρὸς τοὺς ἑαυτοῦ πολίτας καὶ κατελθεῖν εἰς τὴν δεομένην ἀπολαβεῖν αὐτὸν πατρίδα: (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 8, chapter 40 4:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 8, chapter 40 4:1)

  • ἀποδημήσας οὖν καὶ τοῖς εὐδοκιμωτάτοις τῶν ἐπὶ τῆς ἀλλοδαπῆς ἰατρῶν συγγενόμενος καὶ πόνῳ πολλῷ καὶ προθυμίᾳ λιπαρεῖ χρησάμενος ἐξέμαθον τὴν τέχνην. (Lucian, Abdicatus, (no name) 4:1)

    (루키아노스, Abdicatus, (no name) 4:1)

  • τὸν γὰρ ἄριστον τῶν ἡρώων ἐπαινέσαι ζητῶν οὐ λέοντι ἢ παρδάλει ἢ ὑϊ` τὴν ἀλκὴν αὐτοῦ εἰκάζει, ἀλλὰ τῷ θάρσει τῆς μυίας καὶ τῷ ἀτρέστῳ καὶ λιπαρεῖ τῆς ἐπιχειρήσεως: (Lucian, Muscae Encomium, (no name) 5:3)

    (루키아노스, Muscae Encomium, (no name) 5:3)

  • καὶ ὅτι σκυλακευομένη μάστιγι ἐκολάζετο, εἴ τις ἐς τοῦτο ἔτι μάστιγα ὀνομάσειεν, πρόσεισιν τῷ ὀνομάσαντι, καὶ ὑποπτήξασα λιπαρεῖ, καὶ τὸ στόμα ἐφαρμόζει τῷ στόματι ὡς φιλοῦσα, καὶ ἐπιπηδήσασα ἐκκρέμαται τοῦ αὐχένος, καὶ οὐ πρόσθεν ἀνίησιν, πρὶν τῆς ἀπειλῆς ἀποπαῦσαι τὸν θυμούμενον. (Arrian, Cynegeticus, chapter 5 5:1)

    (아리아노스, Cynegeticus, chapter 5 5:1)

  • πυρέττειν μὲν γὰρ τὰ πρῶτα πανδημεὶ ἅπαντας ἀπὸ τῆς πρώτης εὐθὺς ἐρρωμένως καὶ λιπαρεῖ τῷ πυρετῷ, περὶ δὲ τὴν ἑβδόμην τοῖς μὲν αἷμα πολὺ ἐκ ῥινῶν ῥυέν, τοῖς δ᾿ ἱδρὼς ἐπιγενόμενος, πολὺς καὶ οὗτος, ἔλυσε τὸν πυρετόν. (Lucian, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 1 1:2)

    (루키아노스, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 1 1:2)

유의어

  1. earnestly

관련어

명사

형용사

동사

부사

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION