λείβω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
λείβω
ἔλειψα
Structure:
λείβ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Etym.: from Root LIB
Sense
- Ι pour, pour forth
- Ι let flow, shed
- (passive) Ι melt or pine away
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- καὶ μὴν ὅδ’ ἡμῖν, ὡσ ἐοίκεν, ὁ ξένοσ ἀνδρῶν γε μοῦνοσ, ὦ πάτερ, δι’ ὄμματοσ ἀστακτὶ λείβων δάκρυον ὧδ’ ὁδοιπορεῖ. (Sophocles, Oedipus at Colonus, episode1)
- μουνογενῆ δ’ Ἑκάτην Περσηίδα μειλίσσοιο, λείβων ἐκ δέπαοσ σιμβλήια ἔργα μελισσέων. (Apollodorus, Argonautica, book 3 17:15)
- ὑγρὰ δὲ δερκομένοισιν ἐν ὄμμασιν οὖλον ἀείδοισ, αἰθύσσων λιπαρῆσ ἄνθοσ ὕπερθε κόμησ, ἠὲ πρὸσ Εὐρυπύλην τετραμμένοσ, ἠὲ Μεγιστῆ, ἢ Κίκονα Θρῃκὸσ Σμερδίεω πλόκαμον, ἡδὺ μέθυ βλύζων, ἀμφίβροχοσ εἵματα Βάκχῳ, ἄκρητον λείβων νέκταρ ἀπὸ στολίδων. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 272)
- πόντον ἐπ’ ἀτρύγετον δερκέσκετο δάκρυα λείβων. (Homer, Odyssey, Book 5 6:19)
- ἤματα δ’ ἂμ πέτρῃσι καὶ ἠιόνεσσι καθίζων δάκρυσι καὶ στοναχῇσι καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἐρέχθων πόντον ἐπ’ ἀτρύγετον δερκέσκετο δάκρυα λείβων. (Homer, Odyssey, Book 5 14:6)
Synonyms
-
Ι pour
-
Ι let flow
- δεύω (to make to flow, shed)
- χύνω ( to pour out, let flow)
- ἀποχέω (to pour out or off, shed, let fall)
- στάζω (to drop, let fall or shed drop by drop)
- φυλλορροέω (to shed the leaves, to shed or let drop)
-
Ι melt or pine away
Derived
- ἀπολείβω (to let drop off, to pour a libation, to drop or run down from)
- ἐπιλείβω (to pour, over, to pour a libation)
- καταλείβω (to pour down;, to shed tears, to drop down)
- ὑπολείβω (to pour secret libations)