Ancient Greek-English Dictionary Language

διατήκω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διατήκω διατήξω

Structure: δια (Prefix) + τήκ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to melt, soften by heat
  2. to melt away, thaw

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διατήκω διατήκεις διατήκει
Dual διατήκετον διατήκετον
Plural διατήκομεν διατήκετε διατήκουσιν*
SubjunctiveSingular διατήκω διατήκῃς διατήκῃ
Dual διατήκητον διατήκητον
Plural διατήκωμεν διατήκητε διατήκωσιν*
OptativeSingular διατήκοιμι διατήκοις διατήκοι
Dual διατήκοιτον διατηκοίτην
Plural διατήκοιμεν διατήκοιτε διατήκοιεν
ImperativeSingular διατήκε διατηκέτω
Dual διατήκετον διατηκέτων
Plural διατήκετε διατηκόντων, διατηκέτωσαν
Infinitive διατήκειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διατηκων διατηκοντος διατηκουσα διατηκουσης διατηκον διατηκοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διατήκομαι διατήκει, διατήκῃ διατήκεται
Dual διατήκεσθον διατήκεσθον
Plural διατηκόμεθα διατήκεσθε διατήκονται
SubjunctiveSingular διατήκωμαι διατήκῃ διατήκηται
Dual διατήκησθον διατήκησθον
Plural διατηκώμεθα διατήκησθε διατήκωνται
OptativeSingular διατηκοίμην διατήκοιο διατήκοιτο
Dual διατήκοισθον διατηκοίσθην
Plural διατηκοίμεθα διατήκοισθε διατήκοιντο
ImperativeSingular διατήκου διατηκέσθω
Dual διατήκεσθον διατηκέσθων
Plural διατήκεσθε διατηκέσθων, διατηκέσθωσαν
Infinitive διατήκεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διατηκομενος διατηκομενου διατηκομενη διατηκομενης διατηκομενον διατηκομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to melt away

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION