- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λάτρις?

3군 변화 명사; 남/여성 자동번역 로마알파벳 전사: latris 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: λάτρις λάτριος

형태분석: λατρι (어간) + ς (어미)

어원: from λάτρον

  1. 노예, 시주자
  1. a hired servant
  2. a handmaid
  3. a slave
  4. a god's servant

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • σὺ δ αὖ λαβοῦσα τεῦχος, ἀρχαία λάτρι, βάψας ἔνεγκε δεῦρο ποντίας ἁλός, ὡς παῖδα λουτροῖς τοῖς πανυστάτοις ἐμήν, νύμφην τ ἄνυμφον παρθένον τ ἀπάρθενον, λούσω προθῶμαί θ - ὡς μὲν ἀξία, πόθεν· (Euripides, Hecuba, episode 7:1)

    (에우리피데스, Hecuba, episode 7:1)

  • ἔγχει Λυσιδίκης κυάθους δέκα, τῆς δὲ ποθεινῆς Εὐφράντης ἕνα μοι, λάτρι, δίδου κύαθον. (Unknown, Greek Anthology, book 5, chapter 1101)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 5, chapter 1101)

  • στρογγύλη, εὐτόρνευτε, μονούατε, μακροτράχηλε, ὑψαύχην, στεινῷ φθεγγομένη στόματι, Βάκχου καὶ Μουσέων ἱλαρὴ λάτρι καὶ Κυθερείης, ἡδύγελως, τερπνὴ συμβολικῶν ταμίη, τίφθ ὁπόταν νήφω, μεθύεις σύ μοι, ἢν δὲ μεθυσθῶ, ἐκνήφεις· (Unknown, Greek Anthology, book 5, chapter 1351)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 5, chapter 1351)

  • εἰς τὸν μέγαν Βασίλειον τὸν Καισαρείας ἐπίσκοπον τῆς ἐν Καππαδοκίᾳ σῶμα δίχα ψυχῆς ζώειν πάρος ἢ ἐμὲ σεῖο, Βασίλιε, Χριστοῦ λάτρι, φίλ, ὠιόμην ἀλλ ἔτλην καὶ ἔμεινα. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 8, chapter 21)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume II, book 8, chapter 21)

  • σοῖς με, Χριστέ, χοροῖσι δέχου, καὶ κῦδος ὀπάζοις υἱέι Γρηγορίου σῷ λάτρι Γρηγορίῳ. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 8, chapter 80 1:1)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume II, book 8, chapter 80 1:1)

유의어

  1. a hired servant

  2. a handmaid

  3. 노예

  4. a god's servant

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION