헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κωμήτης

1군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κωμήτης κωμήτου

형태분석: κωμητ (어간) + ης (어미)

어원: kw/mh

  1. 동포, 시골 사람, 촌사람
  1. villager, countryman
  2. (urban) inhabitant of the same quarter or district

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κωμήτης

동포가

κωμήτᾱ

동포들이

κωμῆται

동포들이

속격 κωμήτου

동포의

κωμήταιν

동포들의

κωμητῶν

동포들의

여격 κωμήτῃ

동포에게

κωμήταιν

동포들에게

κωμήταις

동포들에게

대격 κωμήτην

동포를

κωμήτᾱ

동포들을

κωμήτᾱς

동포들을

호격 κωμῆτα

동포야

κωμήτᾱ

동포들아

κωμῆται

동포들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἶτα βαδίζειν ἐν ταῖσιν ὁδοῖσ εὐτάκτωσ ἐσ κιθαριστοῦ τοὺσ κωμήτασ γυμνοὺσ ἁθρόουσ, κεἰ κριμνώδη κατανείφοι. (Aristophanes, Clouds, Agon, epirrheme3)

    (아리스토파네스, Clouds, Agon, epirrheme3)

  • οὐ τὸν βουθοίναν Ἡρακλέα, παῖδεσ ἀγρῶται, οὐκέτι κερδαλέοισ ἐμβατὰ ταῦτα λύκοισ, φῶρέσ τε στείχειν κλοπίην ὁδὸν ἀρνήσονται, εἰ καὶ κωμήτασ ἄκριτοσ ὕπνοσ ἔχοι. (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 1231)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume V, book 16, chapter 1231)

  • ὡσ δὲ ταῦτα κράτιστα εἶναι ἔδοξε συγκαλέσασ τοὺσ κωμήτασ ἅπαντασ ὁ Ῥωμύλοσ καὶ δεηθεὶσ εἰσ τὴν Ἄλβαν ἐπείγεσθαι διαταχέων μὴ κατὰ τὰσ αὐτὰσ πύλασ ἅπαντασ μηδ’ ἀθρόουσ εἰσιόντασ, μή τισ ὑπόνοια πρὸσ τοὺσ ἐν τῇ πόλει γένηται, καὶ περὶ τὴν ἀγορὰν ὑπομένοντασ ἑτοίμουσ εἶναι δρᾶν τὸ κελευόμενον, ἀπῄει πρῶτοσ εἰσ τὴν πόλιν. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 81 1:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 81 1:1)

  • καὶ λαβὼν τοὺσ εὐζώνουσ, θέων ἐπὶ τὴν κώμην ἣν εἰλήχει Ξενοφῶν καταλαμβάνει πάντασ ἔνδον τοὺσ κωμήτασ καὶ τὸν κώμαρχον, καὶ πώλουσ εἰσ δασμὸν βασιλεῖ τρεφομένουσ ἑπτακαίδεκα, καὶ τὴν θυγατέρα τοῦ κωμάρχου ἐνάτην ἡμέραν γεγαμημένην· (Xenophon, Anabasis, , chapter 5 25:2)

    (크세노폰, Anabasis, , chapter 5 25:2)

  • εἶτα βαδίζειν ἐν ταῖσιν ὁδοῖσ εὐτάκτωσ ἐσ κιθαριστοῦ τοὺσ κωμήτασ γυμνοὺσ ἀθρόουσ, κεἰ κριμνώδη κατανίφοι. (Aristides, Aelius, Orationes, 47:3)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 47:3)

유의어

  1. 동포

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION