Ancient Greek-English Dictionary Language

κυλίνδω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: κυλίνδω

Structure: κυλίνδ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: tenses formed from kuli/w

Sense

  1. to roll, roll along or down, rolls down
  2. to roll away
  3. to be rolled, roll along, roll, to toss about, to be whirled round
  4. to roll or wallow, to roam to and fro, wander about
  5. to roll by
  6. to be tost from man to man, be much talked of

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κυλίνδω κυλίνδεις κυλίνδει
Dual κυλίνδετον κυλίνδετον
Plural κυλίνδομεν κυλίνδετε κυλίνδουσιν*
SubjunctiveSingular κυλίνδω κυλίνδῃς κυλίνδῃ
Dual κυλίνδητον κυλίνδητον
Plural κυλίνδωμεν κυλίνδητε κυλίνδωσιν*
OptativeSingular κυλίνδοιμι κυλίνδοις κυλίνδοι
Dual κυλίνδοιτον κυλινδοίτην
Plural κυλίνδοιμεν κυλίνδοιτε κυλίνδοιεν
ImperativeSingular κύλινδε κυλινδέτω
Dual κυλίνδετον κυλινδέτων
Plural κυλίνδετε κυλινδόντων, κυλινδέτωσαν
Infinitive κυλίνδειν
Participle MasculineFeminineNeuter
κυλινδων κυλινδοντος κυλινδουσα κυλινδουσης κυλινδον κυλινδοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κυλίνδομαι κυλίνδει, κυλίνδῃ κυλίνδεται
Dual κυλίνδεσθον κυλίνδεσθον
Plural κυλινδόμεθα κυλίνδεσθε κυλίνδονται
SubjunctiveSingular κυλίνδωμαι κυλίνδῃ κυλίνδηται
Dual κυλίνδησθον κυλίνδησθον
Plural κυλινδώμεθα κυλίνδησθε κυλίνδωνται
OptativeSingular κυλινδοίμην κυλίνδοιο κυλίνδοιτο
Dual κυλίνδοισθον κυλινδοίσθην
Plural κυλινδοίμεθα κυλίνδοισθε κυλίνδοιντο
ImperativeSingular κυλίνδου κυλινδέσθω
Dual κυλίνδεσθον κυλινδέσθων
Plural κυλίνδεσθε κυλινδέσθων, κυλινδέσθωσαν
Infinitive κυλίνδεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
κυλινδομενος κυλινδομενου κυλινδομενη κυλινδομενης κυλινδομενον κυλινδομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ὡσ δ’ ὅτ’ ἀπὸ μεγάλου πέτρη πρηῶνοσ ὀρούσῃ, μακρὰ δ’ ἐπιθρῴσκουσα κυλίνδεται, ἣ δέ τε ἠχῇ ἔρχεται ἐμμεμαυῖα, πάγοσ δέ οἱ ἀντεβόλησεν ὑψηλόσ· (Hesiod, Shield of Heracles, Book Sh. 39:7)
  • τὰ δημόσια γὰρ μισθοφοροῦντεσ χρήματα ἰδίᾳ σκοπεῖσθ’ ἕκαστοσ ὅ τι τισ κερδανεῖ, τὸ δὲ κοινὸν ὥσπερ Αἴσιμοσ κυλίνδεται. (Aristophanes, Ecclesiazusae, Prologue 6:4)
  • νῦν δὲ πολλῷ τοῦ ταρίχουσ ἐστὶν ἀξιωτέρα, ὥστε καὶ δὴ τοὔνομ’ αὐτῆσ ἐν ἀγορᾷ κυλίνδεται. (Aristophanes, Wasps, Choral, trochees 1:2)
  • ἡμετέροισ δ’ ὑπένερθεν ἐρισθενέεσσι θεμέθλοισ πόντοσ ἁλὸσ προχοῇσι κυλίνδεται εἰσ ἅλα δῖαν, τόσσον ἐπιψαύων, ὁπόσον χθονὸσ ἄκρα διῆναι. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 808 1:1)
  • τοῖσιν γὰρ μέγα πῆμα κυλίνδεται· (Homer, Odyssey, Book 2 14:3)

Synonyms

  1. to roll

  2. to roll away

  3. to be rolled

  4. to roll or wallow

  5. to roll by

  6. to be tost from man to man

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION