Ancient Greek-English Dictionary Language

προσκυλίνδω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: προσκυλίνδω προσκυλίσω

Structure: προς (Prefix) + κυλίνδ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to roll to, roll up

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσκυλίνδω προσκυλίνδεις προσκυλίνδει
Dual προσκυλίνδετον προσκυλίνδετον
Plural προσκυλίνδομεν προσκυλίνδετε προσκυλίνδουσιν*
SubjunctiveSingular προσκυλίνδω προσκυλίνδῃς προσκυλίνδῃ
Dual προσκυλίνδητον προσκυλίνδητον
Plural προσκυλίνδωμεν προσκυλίνδητε προσκυλίνδωσιν*
OptativeSingular προσκυλίνδοιμι προσκυλίνδοις προσκυλίνδοι
Dual προσκυλίνδοιτον προσκυλινδοίτην
Plural προσκυλίνδοιμεν προσκυλίνδοιτε προσκυλίνδοιεν
ImperativeSingular προσκύλινδε προσκυλινδέτω
Dual προσκυλίνδετον προσκυλινδέτων
Plural προσκυλίνδετε προσκυλινδόντων, προσκυλινδέτωσαν
Infinitive προσκυλίνδειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προσκυλινδων προσκυλινδοντος προσκυλινδουσα προσκυλινδουσης προσκυλινδον προσκυλινδοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσκυλίνδομαι προσκυλίνδει, προσκυλίνδῃ προσκυλίνδεται
Dual προσκυλίνδεσθον προσκυλίνδεσθον
Plural προσκυλινδόμεθα προσκυλίνδεσθε προσκυλίνδονται
SubjunctiveSingular προσκυλίνδωμαι προσκυλίνδῃ προσκυλίνδηται
Dual προσκυλίνδησθον προσκυλίνδησθον
Plural προσκυλινδώμεθα προσκυλίνδησθε προσκυλίνδωνται
OptativeSingular προσκυλινδοίμην προσκυλίνδοιο προσκυλίνδοιτο
Dual προσκυλίνδοισθον προσκυλινδοίσθην
Plural προσκυλινδοίμεθα προσκυλίνδοισθε προσκυλίνδοιντο
ImperativeSingular προσκυλίνδου προσκυλινδέσθω
Dual προσκυλίνδεσθον προσκυλινδέσθων
Plural προσκυλίνδεσθε προσκυλινδέσθων, προσκυλινδέσθωσαν
Infinitive προσκυλίνδεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προσκυλινδομενος προσκυλινδομενου προσκυλινδομενη προσκυλινδομενης προσκυλινδομενον προσκυλινδομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσκυλίσω προσκυλίσεις προσκυλίσει
Dual προσκυλίσετον προσκυλίσετον
Plural προσκυλίσομεν προσκυλίσετε προσκυλίσουσιν*
OptativeSingular προσκυλίσοιμι προσκυλίσοις προσκυλίσοι
Dual προσκυλίσοιτον προσκυλισοίτην
Plural προσκυλίσοιμεν προσκυλίσοιτε προσκυλίσοιεν
Infinitive προσκυλίσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προσκυλισων προσκυλισοντος προσκυλισουσα προσκυλισουσης προσκυλισον προσκυλισοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσκυλίσομαι προσκυλίσει, προσκυλίσῃ προσκυλίσεται
Dual προσκυλίσεσθον προσκυλίσεσθον
Plural προσκυλισόμεθα προσκυλίσεσθε προσκυλίσονται
OptativeSingular προσκυλισοίμην προσκυλίσοιο προσκυλίσοιτο
Dual προσκυλίσοισθον προσκυλισοίσθην
Plural προσκυλισοίμεθα προσκυλίσοισθε προσκυλίσοιντο
Infinitive προσκυλίσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προσκυλισομενος προσκυλισομενου προσκυλισομενη προσκυλισομενης προσκυλισομενον προσκυλισομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to roll to

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION